ΔΙάΘεσηΗΜέΡας*
είμαι αυτός που πήδηξε χωρίς αλεξίπτωτο από τον ουρανό για να ανακαλύψει δεν υπάρχει καμιά συγχώρεση γι αυτούς που ακολουθούν το ένστικτό τους
είμαι αυτός που πήδηξε χωρίς αλεξίπτωτο από τον ουρανό για να ανακαλύψει δεν υπάρχει καμιά συγχώρεση γι αυτούς που ακολουθούν το ένστικτό τους
σκέφτομαι τους ανθρώπους που αγωνίζονται επί μήνες να ελευθερωθούν απ ένα αναπνευστικό μηχάνημα και ξαφνικά νιώθω ευγνώμων που ακόμα αναπνέω
ένα φεγγάρι χρειάζεται το σκοτάδι για να λάμψει και έτσι λέξη προς λέξη προοδεύω λέξη προς λέξη αναπνέω κάθε στιγμή
δεν έχω να πω τίποτα τίποτα απολύτως - μόνο πως στην προσπάθεια μου να γίνω καλύτερος άνθρωπος με επηρέασες τόσο πολύ
η καρδιά μου δεν μπορεί να χωρέσει τίποτα άλλο κάνω μόνο σκέψεις χωρίς χρώμα ή ήχο ή μουσική και όλα στροβιλίζονται στο χώρο και το χρόνο και ούτε μέσα σε αυτό το ποίημα δε βρίσκω καταφύγιο
- υπήρχε μια σκόνη στην ατμόσφαιρα - ένας πανικός - εμείς το γλεντάγαμε - μας φαινόταν πολύ αστείο - μετά είπαμε όλοι μαζί να μετακινηθούμε να πάμε εκεί που έχει πιο πολύ ήλιο - εκεί να σταθούμε να νιώσουμε τη ζεστασιά του
αν μοιάζω ακίνητος σαν πτώμα που επιπλέει στον πέρα ωκεανό της λήθης καταλαβαίνω πως πατρίδα είναι εκεί που αφήνεις την τελευταία αναπνοή και σε παρασύρει μια μαύρη θάλασσα
θυμάμαι να κοροϊδεύω σαν ιδέα την αυτοκτονία αλλά να γουρλώνω τα μάτια μου σε μεγάλη ηλικία και αυτό που θεωρούσα ηλίθιο να το ζηλεύω πολύ
τηλεφώνησα στον φθηνότερο υδραυλικό που θα μπορούσα να βρω ήρθε με το λεωφορείο κατέβηκε με ένα μπαστούνι στο ένα χέρι και μια εργαλειοθήκη στο άλλο ήταν τυφλός - ένας τυφλός υδραυλικός
πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς τι έκαναν οι άνθρωποι πριν από 23.000 χρόνια περπατούσαν ψάχνοντας για φαγητό ή προσπαθούσαν να βγουν όρθιοι από τη λάσπη είχαν μπερδευτεί απ το νόημα όλων των πραγμάτων στη ζωή ή μήπως ήξεραν κάτι που σήμερα μας διαφεύγει
κοιτάζω τον άντρα που στέκεται απέναντι μου σαν τσαγιέρα - είμαι μια μικρή τσαγιέρα κοντός και εύσωμος - εδώ είναι το χερούλι μου εδώ είναι το στόμιό μου - κροταλίζει
είναι κακό σημάδι να είσαι μόνος σου ένα αόρατο χέρι να σε σπρώχνει να περιφέρεσαι από πλατεία σε πλατεία στο μονοπώλιο του καπιταλισμού της πόλης σου
σημασία έχει τι έχασα ή τι έφυγε που το έζησα και δε θα ξανασυμβεί σημασία έχουν τα δάκρυα ο κόμπος στο λαιμό το στένεμα της αορτής
εικόνες αγαπημένων ανακατεύονται ακόμα στο μυαλό μου σαν φουσκωμένα σύννεφα που τα παρασύρει στο διάβα του ο αέρας
αγαπάμε την ποίηση όπως αγαπάμε τη στερημένη ζωή έτσι αντέχουμε τις μακροχρόνιες αρρώστιες πολιορκημένοι στα στενάχωρα χρόνια της λαχτάρας
δεν υπάρχει τίποτα πιο ακατανόητο για τους άλλους από κάποιον που δε βαριέται να κάνει παρέα με τον εαυτό του αποτοξινωμένος απ τα ένστικτά του
έχει μείνει τίποτα που να θυμίζει το πριν; ναι - η στάχτη στο τασάκι και η μυρωδιά του καπνού που πότισε τους τοίχους
αν δεν κοιμάσαι μίλησε μου μιλώντας μαζί σου μακριά απ τον κόσμο έρχομαι πιο κοντά στον κόσμο
οι τοίχοι του πατρικού μου σπιτιού έχουν απορροφήσει μουσική ανακατεμένη με χρώματα πρωτοχρονιάς και αρώματα της άνοιξης
κάποτε ήταν μια συναρπαστική γιορτή με τους αγαπημένους μας η πρωτοχρονιά – το όνειρο μαζί και το θαύμα να ενσαρκώνεται
μερικές φορές στα δέντρα ακριβώς έξω από το παράθυρό μου ο άνεμος μαλώνει με τα κλαδιά τους και βγάζει έναν περίεργο ήχο θυμού
ξεπέρασα κάθε όριο και ένοιωσα πως κάθε άνθρωπος με θεωρούσε εχθρό του – το ίδιο και εγώ
προσποιήσουν ό,τι αυτό που εύχεσαι είναι δυνατόν να σου συμβεί προσποιήσου πως όταν ανοίξεις τα μάτια σου ο κόσμος θα είναι όπως τον φαντάζεσαι
τα ρούχα του ύπνου στρωμένα στα κρεβάτια μας και ο πατέρας και τα αδέλφια μου είναι πάντα εκεί σαν χάδι σαν νανούρισμα σαν βαθιά ανοικτή πληγή
όλα είναι μια ιδέα με έχουν κυριεύσει τα πάθη η σύγχυση και φόβος και κάπου εκεί αρχίζει ο μονόλογος των ενοχών και η βεβαιότητα του ηττημένου
ζούμε τη ζωή μας μέσα σε μια αέναη θλίψη δίχως τέλος περιτριγυρισμένοι από ανθρωπόμορφα άγρια σκυλιά αυτοί που σήμερα τρώνε από το χέρι μας αύριο θα είναι οι πρώτοι που θα μας εγκαταλείψουν
γεννήθηκα από ένα λάθος του ανέμου και της θάλασσας σε ένα τόπο που οι ανθισμένες φυτείες του βαμβακιού έμοιαζαν με έναν απέραντο και ανεξερεύνητο ωκεανό
σήμερα θέλω να μείνω ξαπλωμένος στα μαξιλάρια μου μακριά απ τον κόσμο βουβός ακίνητος σχεδόν άψυχος χαρούμενος και εξαντλημένος που σε αγάπησα τόσο
η επιθυμία της ψυχής να πετάξει όταν ήμουν μικρό παιδί δε λεγόταν θάνατος - ούτε καν αλλά ήταν ένα παιγνίδι με χαρταετό
- άναψε το κεφάλι μου σαν λυχνία ραδιοφώνου άκουσα μια φωνή να απαγγέλλει ένα ποίημα - ύστερα το επαναλάμβανα λέξη προς λέξη για να βρω που ταυτίζομαι με ό,τι άκουγα