[Flânερειπie 24: Ο φλανέρ και η πολιτική] του Νικήτα Σινιόσογλου

On 29 April, 2018 by admin

[fblike]

 

 

 

 

 

 

 

Οι πρώτοι φλανέρ εμφανίστηκαν στις εμπορικές στοές του Παρισιού γύρω στα 1800. Ήταν ματαιόδοξοι δανδήδες. Ηδονίζονταν να σουλατσάρουν στις passages. Νόμιζαν πως ο συγχρωτισμός με πωλητές και αστούς έκανε πασίδηλη τη δική τους ανωτερότητα. Ξόδευαν χρόνο και χρήμα ενώπιον όλων, και μοίραζαν γελάκια εδώ κι εκεί, μαζί με ολίγη δυσθυμία (spleen). Η φλανερί ήταν κοινωνική υπεροχή στην πράξη, αυτοεπιβεβαίωση και θεατρινίστικη επίδειξη. [1] Βόλευε κιόλας η εμπορική στοά, που είχε εξαρχής το σχήμα δοκιμαστικού σωλήνα, ώστε άνθρωποι, μούτες κι εμπορεύματα ν’ αναδεύονται απαλά κι ελεγχόμενα.

 

*

 

Η μεγαλύτερη επιτυχία των ματαιόδοξων ανθρώπων είναι η αποτυχία τους.

 

 

 

 

 

 

 

 

Μέσα σε λίγες δεκαετίες άλλαξε εντελώς ο τύπος του φλανέρ. Από δανδής αριστοκράτης έγινε παρατηρητής με άδηλη προέλευση και πρόθεση. Ακατάτακτος και παράσιτος, ο σουλατσαδόρος δεν κλεινόταν άλλο στις εμπορικές στοές, αλλά τριγυρνούσε σε όλο το Παρίσι. Οι αρχές τον αντιμετώπισαν με καχυποψία. Έμοιαζε να τηρεί στάση αναμονής· δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη. Ποιος ξέρει πως θ’αντιδρούσε εν καιρώ πολιτικής κρίσης αυτός ο άνθρωπος που αναλάμβανε την ευθύνη της ματιάς του μόνον; Όταν ξέσπασε η εξέγερση του 1848, οι αρχές ευθέως συνέδεσαν τους φλανέρ με τα σχέδια ν’ ανατραπεί η μοναρχία και κάθε εξουσία.

 

 

 

 

 

 

 

Ενδιάμεσο ρόλο στη μεταμόρφωση του φλανέρ από βλάκα αριστοκράτη σε δυνάμει ανατροπέα έπαιξαν οι φλανέρ-γραφιάδες. Το πρώτο μισό του δέκατου ένατου αιώνα η εκτύπωση των εφημερίδων έγινε φτηνή και μαζική. Οι επιφυλλιδογράφοι πήραν τους δρόμους αναζητώντας θέματα ερεθιστικά. Συνειδητά ή ανεπίγνωστα, εφηύραν τη λογοτεχνία της αστικής περιπλάνησης. Το χασομέρι κι η ακηδία των δανδήδων έγιναν λέξεις, ώσπου απ’ τ’ άρθρα ξεπήδησε ο νέος τύπος του αστού φλανέρ. Κοιτώντας το Παρίσι που άλλαζε, οι φλανέρ-γραφιάδες άλλαζαν οι ίδιοι. Δίχως παράθυρα, σκρίνια ή οθόνες να τους χωρίζουν απ’ τα πράγματα, οι φλανέρ τα έβλεπαν όλα αλλιώς.

 

 

 

 

 

 

 

 

20.4.2018. Οδός Προπυλαίων. Τρία κοχύλια εγκλωβισμένα στο τσιμέντο. Τεχνικά μιλώντας, είναι τρία κοχύλια χωσμένα σε μία αυτοσχέδια ράμπα γεφύρωσης πεζοδρομίου. Η λέξη «κοχύλια» είναι φυσική και όμορφη· ενώ η έκφραση «ράμπα γεφύρωσης πεζοδρομίου» είναι τεχνητή και άσχημη.
23.4.2018. Οδός Ζησιμοπούλου. Μηχανήματα ψύξης σε κλουβιά, παραταγμένα εγκαρσίως, καυτά και θορυβώδη.
24.5.2018. Οδός Νεωρίων. Καπάκι του ΟΤΕ υπερυψωμένο. O φλανέρ που σκοντάφτει παρατηρεί το σχήμα, τις διαστάσεις και τ’ αγριόχορτα, κι αναρωτιέται μήπως πρόκειται για τάφο.
Τόσα πράγματα μες στο τσιμέντο, και μες στις τεχνικές περιγραφές τους ακόμη, θέλουν ν’ ανοιχτούν και να ελευθερωθούν. Βράζουμε μαζί τους με κάθε βλέμμα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κανείς δεν περπατά πραγματικά μαζί μας. Ακόμη κι όταν νομίζουμε πως μας συνοδεύουν, ξέρουμε πως κατά βάθος περπατάμε μόνοι. Είμαστε κλεισμένοι στο σώμα και στον εαυτό μας, απ’όπου δεν βγαίνουμε, παρά μόνον όταν κάνουμε έρωτα, ή όταν πεθαίνουμε. Η κατάσταση αυτή είναι απαράδεκτη. Από εδώ πηγάζει κάθε εξέγερση, ακόμη κι αν οι εξεγερμένοι λένε πως παλεύουν για πράγματα απτά και καθημερινά. Το δέρμα σφίγγει, όπως το τσιμέντο. Κι αυτό είναι απαράδεκτο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

27. 4. 2018, οδός Αρχελάου. Τυχαία συνάντηση με φίλο γραφιά. «Η αξία ενός κειμένου βρίσκεται στις παρεκκλίσεις του», μου λέει. Τ’ αφήνουμε στους φιλόλογους, και στους μεταφραστές, και στις κοπελίτσες, το ύφος που είναι συνεχώς κομψό κι ομοιόμορφο, άτονο. Όπου βλέπουν φάλτσα όλοι αυτοί, εμείς βλέπουμε μια μικρή εκπυρσοκρότηση του εαυτού, κι είναι γι᾽ αυτήν που γράφουμε, και περπατάμε, μόνοι, ώσπου να συμβεί. Το ξεπέρασμα του εαυτού δεν θα είναι ποτέ κομψό. Τα πλαταγίσματα της γλώσσας είναι πιο ξέπνοα από τις μούτες των δανδήδων. Λοξοδρομούμε εδώ κι εκεί, ώστε να μην τ’ακούμε, και ξάνουμε τα πράγματα, μήπως τ’αφήσουμε όλα πίσω, έστω για μια στιγμή.

 

*

 

Η πόλη είναι οι παρεκκλίσεις της· τα ζωντανά κείμενα είναι οι παρεκκλίσεις τους· οι ερωτικοί άνθρωποι είναι οι παρεκκλίσεις τους. Πολιτικό είναι το βλέμμα που παρεκκλίνει. Η παρέκκλιση πεθαίνει τελευταία.

 

 

 

 

 

 

 

 

[1] Τον τύπο του δανδή περιγράφει ο Παναγιώτης Κονδύλης ως εξής:
«Ο δανδής αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως άκρως εκλεπτυσμένη
και απολύτως αναντικατάστατη ατομικότητα, και το spleen από το
οποίο εμφορείται είναι το αντίτιμο που πρέπει να καταβάλει γι’ αυτήν
του την εκλεπτυσμένη και αναντικατάστατη φύση – αντίτιμο το οποίο
πληρώνει βέβαια αγόγγυστα. Γιατί το spleen μπορεί μεν να σημαίνει
εσωτερική δοκιμασία και ερωτοτροπία με την άβυσσο, συνάμα όμως
είναι σήμα κατατεθέν του εκλεκτού και πνευματικός τίτλος ευγενείας,
προ πάντων δε είναι οφθαλμοφανέστερο διακριτικό γνώρισμα και μέσο
περιχαράκωσης έναντι των πολλών, οι οποίοι είναι ανίκανοι να βιώσουν
τέτοια εκλεκτά αισθήματα.
Το μελαγχολικό habitus εμπεριέχει κοινωνική αιχμή, και ως εκ τούτου
δεν κρύβεται.» (Π. Κονδύλης, Μελαγχολία και πολεμική,
Αθήνα: Θεμέλιο 2002, σ. 182-3).

Την καλύτερη απεικόνιση του δανδή ως φλανέρ έκανε ο δημοσιογράφος-
φλανέρ και σκηνοθέτης Louis Adrien Huart στο έργο του Physiologie du
flâneur (1841), απ’ όπου και οι εικόνες στην αρχή της Flânερειπie μας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

One Response to “[Flânερειπie 24: Ο φλανέρ και η πολιτική] του Νικήτα Σινιόσογλου”

  • Με αφορμή τη χρήσιμη διαδρομή στην ιστορική διάσταση του φαινομένου, θυμήθηκα και την αστική ονειρική περιπλάνηση του Louis Aragon, στο Παρίσι της δεκαετίας του ’20 (Le Paysan de Paris). Εκεί έχουμε τη συνάντηση της ατομικής ονειροπόλησης και της παρατήρησης του αστικού τοπίου σε όλη την υπερρεαλιστική της εκρηκτικότητα. Ευχαριστώ γι’ αυτή τη «διανοητική» ανάμνηση. Τελικά όλοι είμαστε επίγονοι μιας μακράς παράδοσης, είτε το γνωρίζουμε είτε όχι.

Leave a Reply

Your email address will not be published.