[Flânερειπie 19: Benjamin Péret, «Ερείπια: Ερείπιο ερειπίων»] του Νικήτα Σινιόσογλου

On 25 March, 2018 by admin

[fblike]

 

 

 

 

 

 

 

Τα ερείπια προξενούν συντριπτικά κατάγματα σε κάθε τι ανθρώπινο· κι όμως σαγηνεύουν τον ερειπιογράφο αντί να τον αποδιώχνουν, μάλιστα τον ενθουσιάζουν, ώσπου τους δίνεται, και τους αφιερώνει ποιήματα, σκέψεις, και πεζά. Η ερειπιογραφία είναι υποταγή στη φθορά, κι εγκώμιό της.

Το ερειπιογραφικό κείμενο που λατρεύω είναι τα «Ερείπια: Ερείπιο ερειπίων» (Ruines: Ruine des Ruines) του Benjamin Péret (1899-1959), νομίζω το καλύτερο κείμενο που γράφτηκε ποτέ για την πορεία των πραγμάτων. [1] Τη μετάφραση από τα Γαλλικά έκανα με τον πατέρα μου, Αλέξανδρο Σινιόσογλου. Ο Péret βλέπει το ένα ερείπιο να διαδέχεται το άλλο· τον έναν ερειπιώνα να σκοτώνει τον προηγούμενο· και τα τωρινά χαλάσματα ν’ αποδιώχνουν τα παλαιότερα, είτε πρόκειται για κτίσματα, γι’ανθρώπους ή για σκιάχτρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

Έτσι κι εμείς περάσαμε λίγα χέρια τη μετάφραση, πρώτα ο πατέρας μου, έπειτα εγώ, και ξανά απ’την αρχή, από τις 18 ως τις 23.3.2018 στο Παλαιό Φάληρο, ξεκλέβαμε λίγο χρόνο για σκότωμα, ενώ ο χρόνος μας σκότωνε κατά το συνήθειό του. Οι φωτογραφίες είναι του Raoul Ubac (1910-1985), τις διάλεξα γιατί είχε συνεργαστεί με τον Péret, κι υπήρξε πρωτοπόρος φωτογράφος ερειπίων.

Τα «Ερείπια: Ερείπιο ερειπίων» είναι το απόλυτο κείμενο ελευθερίας. Αυτό το πανάθλιο ζώο, ο άνθρωπος, κι ο άθλιος πολιτισμός του, θα ομορφύνουν μόνον αν η φύση ξεχυθεί απάνω τους, κι ίσως τότε ελευθερωθούν, επιτέλους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Benjamin Péret
Ερείπια: Ερείπιο ερειπίων

 

Κυνηγημένος από χιλιάδες φαντάσματα που τον τρομοκρατούν, ο άνθρωπος βγαίνει ουρλιάζοντας από έναν πύργο αλησμόνητου σκότους, ο οποίος θα τον καταδιώκει σε όλη του τη ζωή, έως ότου τον κλείσουν, νεκρό, σ’ έναν άλλο πύργο, σ’ ένα σκιάχτρο γελοίο φτιαγμένο στα μέτρα του σκουληκιού που το ροκανίζει.

Κι ορίστε ο άνθρωπος, φάντασμα του εαυτού του, και πύργος συνάμα, να τον επισκέπτεται το φάντασμά του. Όσο μακριά κι αν τον ξαναβρούμε, όσο νέο κι αν τον δούμε, η επιθυμία του πάντα παίρνει την όψη ενός πύργου: μιας σπηλιάς, για την οποία πάλεψαν οι αρκούδες, ή μιας μικροσκοπικής κατασκευής, η οποία ελάχιστα μένει στη μνήμη σαν την αντανάκλαση του χαλαζία.

Κάποιοι Ινδιάνοι τρωγλοδύτες από το Νέο Μεξικό κατασκευάζουν κούκλες που τα κεφάλια τους έχουν το περίγραμμα ενός κάστρου, ουδέποτε το γνώρισαν, κι ούτε ποτέ θα το γνωρίσουν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο άνθρωπος φθονεί τη βουβή ευτυχία του στρειδιού και του σαλιγκαριού. Προσβλέπει – αν είναι αξιοθρήνητος αστός – στη θλιβερή βίλλα του προαστίου· αν είναι νομάδας, στην καλύβα· κι αν είναι καλλιτέχνης, σε κάποιο βελούδινο ερείπιο, να το διεκδικήσει πρέπει απ’ τα αγριόχορτα και τ’ αρπαχτικά πουλιά, κι ίσως το μεταφυτεύσει στην ακίνητη περιουσία του, αν τύχει κι αποκτήσει λεφτά πουλώντας λουκάνικα.

Ο άνθρωπος όστρακο δεν βλέπει απ’ τη ζωή παρά μόνο ένα ερείπιο, εκεί κρύβεται το ζώο που ο ίδιος δεν θέλει να παραδεχθεί πως είναι τ’ απομεινάρι του. Αλλά το ζώο έχει μεταμορφωθεί. Από τίγρης έγινε λύκος, κι ο λύκος μεταλλάχθηκε σε σκύλο ξανά και ξανά. Ο σκύλος με καταγωγή σκύλου δύσκολα αναγνωρίζει πια τα ερείπια του λύκου μέσα του, αλλά κι αυτά της τίγρης δεν του είναι παρά ίχνη στην άμμο, κι έχει λησμονίσει τα ερείπια τούτης της άμμου, όλα μέσα του είναι ευτελισμένες εικόνες πραγμάτων που αγνοεί.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αυτό το άθλιο ζώο, ο άνθρωπος, δεν έχει άλλη ψυχή παρά τις φαντασιώσεις της παιδικής του ηλικίας, όσες εν αγνοία του θα τον καταδιώκουν σε όλη του τη ζωή. Τίποτα από αυτή την παιδική ηλικία δεν είναι για πέταμα, εκτός αν μιλάμε για έναν άνθρωπο που ‘χει ο ίδιος απαξιωθεί· τίποτα από τη συλλογική παιδική ηλικία δεν είναι για πέταμα, εκτός αν μιλάμε για κοινωνίες που έχουν απαξιωθεί, όσες δοξάζουν την παιδική ηλικία για να την απαξιώσουν ακόμη περισσότερο. Ο Μουσολίνι δοξάζει την αρχαία Ρώμη, παρά το γεγονός ότι οι πράξεις του εναντιώνονται στην πρόοδο που η Ρώμη προσέφερε στον κόσμο. Ο Στάλιν προσπαθεί να βγάλει από τον Λένιν ένα νεκρό ερείπιο, για να τον προδώσει καλύτερα. Τα ίδια γίνονται παντού. Τα ερείπια απαξιώθηκαν από ανθρώπους που η ζωή τους πια δεν είναι παρά ένα ερείπιο, κι αυτό δεν το συντηρεί παρά η ανάμνηση ενός φαντάσματος.

Το ερείπιο δεν διαθέτει καμιά λάμψη ισχυρή σαν θειάφι, εκτός κι αν αμέσως έχει προηγηθεί μια ζωή πραγματική, τότε το ερείπιο την προεκτείνει μες στην επικράτεια του θρύλου, ώσπου κι αυτή η επιβίωση ξεθωριάζει με τη σειρά της, αδύναμη ν’ ακούσει τον εαυτό της ν’ αντηχεί στην ανθρώπινη ευαισθησία. Η κλασική λογοτεχνία εξιδανίκευσε μια αρχαία κοινωνία που είχε προ πολλού αφανιστεί. Οι γάλλοι ρομαντικοί και οι άγγλοι προρομαντικοί δεν άφησαν να παρέλθει τόσος καιρός. Μόλις το φεουδαρχικό καθεστώς κατέρρευσε, οι ποιητές κινητοποιήθηκαν στο θέαμα ενός παρελθόντος που μόλις χάθηκε για πάντα. O κομμένος λαιμός του βασιλιά συμβόλιζε την καρατόμηση μιας κοινωνίας, αλλά την ίδια στιγμή άφηνε να ρέουν ποτάμια μιας φωσφορίζουσας μελάνης, κι οι ποιητές την συνέλεξαν ευλαβικά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τα προϊστορικά σπήλαια είναι απολιθώματα ερειπωμένων πύργων που ξανάγιναν πύργοι, επειδή εκκρεμούσε ανικανοποίητη η επιθυμία των παλαιών ιδιοκτητών τους, και χάρις στην αχαλίνωτη φαντασία της φύσης, η οποία φώτισε κάποτε τους ερειπωμένους πύργους, αν δεν τους εποίκησε κιόλας με σταλακτίτες, με φαντάσματα φαντασμάτων και με αόρατες παγωμένες νεράϊδες φερμένες από ένα αρκτικό παλάτι, οι αφαιματωμένοι δαίμονες των σταλακτιτών τις απειλούν πότε πότε με τα ορθάνοιχτα στόματά τους, με τις γροθιές τους ή με τ’ ακόντιά τους, διαγράφοντας το σχήμα μιας αέναης επιστροφής.

Τα αρχαία ερείπια είναι σαρκοφάγοι δίχως μούμιες μιας κοινωνίας χωρίς συναισθηματική επαφή με τη δική μας κοινωνία – γιατί η σκόνη της αρχαίας κοινωνίας έχει διασκορπιστεί στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα – , τα αρχαία ερείπια δεν προσφέρουν παρά μερικά «ενθάδε κείται» για να διαλογίζονται οι νεκρόφιλοι. Πολύ νέα είναι τα ερείπια αυτά για ν’ αποκαλύψουν ένα αυθεντικό ανθρώπινο μυστήριο, και πολύ παλαιά για να συμμετάσχουν στη ζωή της φύσης, δεν είναι τίποτα παραπάνω από ανατομικά κομμάτια που συντηρούνται μες στο αφύσικο οινόπνευμα των μουσείων, σκελετοί συναρμολογημένοι από τον ομφαλό, όπου κατάλοιπα κάρβουνου μαρτυρούν την παλαιότερη ύπαρξη ενός δάσους.

Το ένα ερείπιο αποδιώχνει τ’ άλλο, που το ‘χε μπρος του, και το σκοτώνει. Από τις γκρεμισμένες οχυρώσεις των φεουδαρχών ρέει μια παχιά λάβα, για πάντα καταπνίγει τις αρένες και τ’ άλλα ρωμαϊκά τσίρκα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μες στο λιοπύρι η λάμψη μιας πανοπλίας απομένει μόνη να μετεωρίζεται πάνω από τις τάφρους, εν τω μεταξύ οι κατασκευές της αρχαιότητας – τα φαντάσματα τις έχουν εγκαταλείψει, τέλειωσε η αποστολή τους– έχουν γίνει Σαχάρες από ταφόπλακες, κι οι αποξηραμένοι τους λέοντες διακοσμούν τα χαλιά στα γαμήλια δώματα φαρμακοποιών.

 

Τι απομένει από τον Μεσαίωνα – εκτός από εκκλησίες εξωραϊσμένες χάρις στη χλόη, η οποία καλύπτει τα ίχνη της πυρκαγιάς και τις στάχτες των ιερέων που χάθηκαν μαζί τους; Aπομένουν οι πύργοι, αγριόχορτα ροκάνισαν τις πολεμίστρες, τα φαντάσματα φόρεσαν πανοπλίες, ασθμαίνοντας γκρέμισαν τις σάλες ζητώντας, επί ματαίω, να ταφούν στα χαλάσματά τους· απομένουν παιδικές αναμνήσεις της γιαγιάς, έζησε στον ήλιο με τις νεράϊδες και, ριγώντας έντρομη, ξέφυγε απ’ τα βαμπίρ μες στο έρεβος του υπόγειου κόσμου τους.

Οι απωθητικές Βερσαλλίες είναι ανίκανες να δημιουργήσουν ερείπια, γιατί είναι άδειες από φαντάσματα και δεν μπορούν να τα φτιάξουν. Οι Βερσαλλίες εναντιώνονται στον ερειπιώνα του Μεσαίωνα, όπως ο καταρράκτης στέκει απέναντι στον κεντρικό ηλεκτρικό σταθμό. Είναι θανάσιμοι εχθροί, γιατί από τον καταρράκτη προκύπτει ο ηλεκτρικός σταθμός που τον σκοτώνει! Οι Βερσαλλίες δεν είναι παρά το διεφθαρμένο παράγωγο της εκφυλισμένης φεουδαρχικής κοινωνίας, κι είναι ήδη καταφαγωμένο από την κοινωνία που έρχεται, ενώ ο ερειπιώνας του Μεσαίωνα ηρεμεί μες στη χαραυγή της άνοιξης. Ο έρως-πάθος, αυτός ο εχθρός όλων των καταναγκασμών που προκαλούν η οικογένεια κι οι θρησκείες, ο έρως-πάθος που αναστατώνει τον γάμο γεννήθηκε στα χαλάσματα των πύργων, ενώ οι Βερσαλλίες δεν βγάλανε παρά τις φιλοφρονήσεις γέρων δίχως πάθος, την φθίση κάθε έρωτα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μα η εποχή αυτή έζησε ό,τι ήταν να ζήσει. Από τους γέρους μένει μόνον η ανάμνηση της άνοιάς τους, κι απ’ τα παιδιά η ανάμνηση της αθωότητας και των παιχνιδιών τους. Οι Βερσαλλίες της φεουδαρχικής κατάρρευσης πέφτουν και καταχώνονται στη γη, απ’όπου ποτέ δεν θα ‘πρεπε να βγούν, ελευθερώνεται ο ορίζοντας που ως τώρα συμπιεζόταν στις επάλξεις, ο έρωτας διέφευγε απ’ τις πολεμίστρες. Ο κόσμος που θα γεννιόταν τότε, οι Βερσαλλίες πεταμένες στον κοινό λάκκο, σύντομα κι αυτός θ’ αφανιστεί με τη σειρά του. Ποια ερείπια θ’ αφήσει στην έξαρση των ποιητών μιας άλλης εποχής; Όχι τις εκκλησίες, όσες στο παρελθόν επέζησαν μόνον ως συμπλήρωμα των φυλακών, ούτε τις τράπεζες, χωρίς τις οποίες δεν θα είχαν επιβιώσει οι δύο πρώτες. Αλλ’ ίσως ξαναβρεί κανείς μια μέρα το γιγάντιο απολίθωμα ενός μοναδικού ζώου, έστω κι αν η ανάμνησή του έχει ξεθωριάσει από τη μνήμη των ανθρώπων, τον πύργο του Άιφελ. Κι ίσως κάποιος μεγάλος σιδηροδρομικός σταθμός, ερημωμένος από καιρό, να δει τις σιδηροτροχιές του καλυμμένες με αγριολούλουδα, και τους λαγούς ν’ αγνοούν τα σκυλιά και ν’αναζητούν καταφύγιο σε κάποιο εγκαταλειμμένο γκισέ· κι ίσως, ακόμη, ο υπόγειος ποταμός Grange-Batelière, [2] ανακτώντας τη φύση του, να διασχίσει την Όπερα από τα ενδότερα ως την είσοδο, περιχαρακωμένος από νεροκάρδαμα, και ίριδες, ολόγιομος φωτοσκιάσεις από αλκυόνες. Κι ο περαστικός που θα βαδίζει κατά μήκος του ποταμού αναζητώντας ένα πέρασμα, θα σταθεί μπροστά στο ερείπιο τούτο που προβάλλει εξαγριωμένο με βάτους αγκαθωτούς και τιτιβίσματα πουλιών, θα θυμηθεί ότι άλλοτε παίζανε εδώ βλακείες για κομψοντυμένους νεκρούς, και θα πει:

«Τι όμορφη άνοιξη, η Όπερα είναι ανθισμένη. Ποτέ δεν ήταν έτσι!»

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[1] Benjamin Péret, Oeuvres complètes, τόμος 7, Παρίσι: José Corti 1995, σ. 41-43.
Η πρώτη δημοσίευση έγινε στο θρυλικό περιοδικό
Minotaure 12/ 13 τον Μάιο
του 1939. Απ’ όσο γνωρίζω, το κείμενο αυτό δεν έχει μεταφραστεί στα Αγγλικά,
ή σε άλλη μεγάλη ευρωπαϊκή γλώσσα.

[2] Σύμφωνα με έναν σύγχρονο μύθο, ο υπογειοποιημένος ποταμός Grange-Batelière
περνά ακριβώς κάτω από την Όπερα του Παρισιού.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published.