[Flânερειπie 13: Οργανικά απόβλητα] του Νικήτα Σινιόσογλου

On 10 February, 2018 by admin

[fblike]

 

 

 

 

 

 

 

Δυσκολεύομαι να εξηγήσω το εξής επεισόδιο της ζωής μου. Στις 23 Ιανουαρίου 2018 γυρνούσα στις κατακόμβες του Παρισιού. Ηρέμησα για δυό ώρες μες στις στοές και τις υπόγειες αίθουσες, και γελάστηκα πως δεν πέρασε ούτε τέταρτο.

Σχεδόν δεν ήθελα να ανέβω στην επιφάνεια.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Οι στοές είναι καλοσχεδιασμένες και θυμίζουν μονοπάτια κήπου, ή άλλο χώρο περιπάτου. Φέρνουν προς έρημο επίσης, επειδή τίποτα φυτικό δεν στεριώνει· και τα ασβεστολιθικά πετρώματα είναι εύπλαστα πολύ, όλο τρίμματα. Η υγρασία της κατάβασης προσδίδει μιαν αύρα βυθού.

 

***

 

Τόνοι οστών και κρανίων χύμα μεταφέρθηκαν εδώ τον δέκατο όγδοο αιώνα. Αρχειοθετήθηκαν σε θαλαμίσκους. Μια μεγάλη μάζα μαζεύτηκε από τα λεγόμενα «νοσοκομεία» του Παρισιού. Τον Μεσαίωνα τα νοσοκομεία δεν ήταν νοσοκομεία με τη σημερινή σημασία της λέξης. Ήταν το έσχατο καταφύγιο των εξαθλιωμένων, των περιπλανώμενων και των ταξιδιωτών, που η νύχτα τους έβρισκε στα τείχη της πόλης. Είναι απόκληροι κι άρρωστα ορφανά που κοιτώ, εγκληματίες κι αλλόκοτοι προσκυνητές, αλήτες και τρελοί, όσοι αποκλείστηκαν αιώνες πριν κι απ’ τα νεκροταφεία ακόμα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο υπόγειος τουρισμός (tourisme souterrain) ξεκίνησε στα 1809. Σημαντικές προσωπικότητες απόλαυσαν πρώτες το μακάβριο θέαμα. Για χάρη των επισκεπτών τα οστά και τα κρανία τακτοποιήθηκαν σε συμμετρικούς σχηματισμούς, κι έγιναν κανονικά γλυπτά. Το αισθητικό αποτέλεσμα είναι άρτιο.

 

***

 

Οι νεκροθήκες χάσκουν ανοικτές σαν κουκέτες πλοίων. Περιδιαβαίνω δυόμιση εκατομμύρια ανθρώπους που έγιναν δυόμιση εκατομμύρια διαμελισμένες μαριονέτες. Κανείς δεν βρίσκεται να κινήσει ένα νήμα.

 

***

 

Ο νους μου πάει στα γιαπωνέζικα ξενοδοχεία-κάψουλες (capsule hotels). Υπερισχύει η θαλπωρή της θερμοκοιτίδας.

 

***

 

Ναι, νιώθω τη θέρμη της θερμοκοιτίδας, λέω στον εαυτό μου πως την εκπέμπει το ασβεστολιθικό πέτρωμα ολόγυρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η διαφορά φωλιάς και κατακόμβης μικρή.

 

***

 

Τα οστά, τι είναι; Αντικείμενα, κι όμως ανθρώπινα. Επίσης, πρώτη ύλη για εργαλεία κι έργα τέχνης, οι άνθρωποι φτιάχνουν τόσα πράγματα από τα οστά, ας πούμε χτένες κι άλλα μικροπράγματα. Το σχήμα των οστών με προκαλεί να τα χουφτώσω, μοιάζουν με λαβές, με τα κλειδιά των μηχανικών.

 

***

 

Στα ξέσαρκα οστά αφανίζεται κάθε διάκριση, και λείπουν το χρώμα των ματιών, τα βλέφαρα και τα μαλλιά. Ψαχουλεύω τα κρανία για ουλές, σημάδια από οιδήματα κάποιου είδους, για παλιές πληγές ανοιχτές ή χαρακιές, ας βρω κάτι να βαστά φόρτο προσωπικό. Τα οστά είναι άοσμα και στείρα, μια μορφή των πραγμάτων πριν ξεχωρίσει ο ένας και ο άλλος. Σε κάθε οστό εγκαταβιοί κάτι απλό όσο δεν πάει άλλο, και γενικό. Τα οστά αυτά δεν είμαι εγώ και δεν είναι κανείς. Όσο κι αν τα ψαύω ή τα κοιτώ δεν με πάνε πουθενά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μπρος στα οστά ο λόγος ξεχωρίζει και μένει απέξω. Η σκόνη βολεύεται απάνω τους, οι σκέψεις όχι. Οι φυσικοί συλλογισμοί είναι ατίθασοι, δεν έχουν θέση εδώ.

 

***

 

Τα οστά είναι οργανικά κατάλοιπα, ορίστε τι είναι, αυτό που αφήνει ο θάνατος όταν διακορεύει τα κορμιά.

 

***

 

Οι πινακίδες με τις ονομασίες των παλαιών νοσοκομείων διακρίνουν τη μια ομάδα των οστών από την άλλη, και τις οργανώνουν λογικά. Είναι η μόνη μνήμη που απομένει ορατή. Έχει βούλα κρατική, κι επιβάλλεται ομαδόν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μπρος σε μια στοίβα κρανία με τρώει η δίψα για ένα πορτοκάλι, ή ένα μανταρίνι. Η λαγνεία κρατά τους χυμούς να τρέχουν.

 

***

 

Άλλωστε, το σκορβούτο της ψυχής είναι χειρότερο από του κορμιού.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μοναδική είναι μόνον η ψυχική συνέχεια του κάθε ανθρώπου, αλλά τούτες οι λεπτές κλωστές είναι πολύ λεπτότερες απ΄τη ζωή. Κόβονται όλη την ώρα.

 

***

 

Με γαληνεύει η απόπτωση κι η νέκρωση, η σίγαση της έπαρσης που είναι η ζωή. Τα οστά είναι καθαρά. Δεν τα κλωθογυρίζουν εγωιστικά αιμοσφαίρια, ούτε οι μυρωδιές της επιδερμίδας. Μες στα οστά ασφυξιά ο Νάρκισσος επιτέλους, συρρικνώνεται σε αμελητέα ίχνη γενετικού κώδικα. Χρειάζεται μικροσκόπιο τώρα για να ακουστεί ο Νάρκισσος, εδώ κάτω δεν είναι παρά ανίσχυρο μυθολόγημα.

 

***

 

Γράφω για τον θάνατο μονοκονδυλιά μη με βρει στις παύσεις.

 

***
 

 

Εγώ είμαι ο Δαβίδ, αυτός ένα τίποτα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ζωή είναι δίκαιη ή άδικη, όμορφη ή άσχημη, ξεγλιστρά για λίγο με το άλλοθι πως είναι ο εαυτός της. Φύσει αναβολίζει η ζωή, κι η ανανέωσή της είναι ο εγωισμός της. Την αγαπώ, αλλά ξέρω πως ο θάνατος έχει πιο καθαρά τα χέρια του.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ευχήθηκα κακό ψόφο σε δυό τρεις ανθρώπους. Θα φτύσω στους τάφους τους, μα την Παναγία θα το κάνω, γιατί τιμώ τα τάματα και τις προσωπικές τελετουργίες. Ανησυχώ μόνον, μην τους εξευγενίσει ο θάνατος. Μην τους λυτρώσει από το μίσος, όπου τους έχω τώρα ρίξει. Αφανίζοντας τη σκατένια τους ψυχή μπορεί στο τέλος να βγουν και καθαρμένοι, κερδισμένοι λοιπόν για μια φορά ακόμη. Η ωμότητα του θανάτου είναι κομψότατη. Δεν τους αξίζει.

 

***

 

Ο θάνατος είναι ευγενής κατάσταση και –σαν τον έρωτα – σπαταλιέται και πάει στράφι.

 

***

 

Δεν είναι ο θάνατος που με έλκει στις κατακόμβες του Παρισιού, όσο η απουσία της αγωνίας.

 

***

 

Σε αυτόν τον χώρο γεμάτο κρανία αδειάζει το μυαλό μου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δύο είναι οι τρόποι να σταθεί κανείς στον θάνατο απέναντι, κι εντελώς αντίθετοι.

Πρώτος, είναι η πλατωνική «μελέτη θανάτου»· δεύτερος, ο καρναβαλικός καγχασμός.

Η «μελέτη θανάτου» είναι διανοητική άσκηση που χωρίζει, λένε, προσωρινά τη ψυχή από το σώμα. Κάποιος πλατωνικός φιλόσοφος, ο Νουμήνιος, χρησιμοποίησε την εξής μεταφορά για να την εξηγήσει: στέκω σε ένα ύψωμα για ώρες, και κοιτώ ένα πέλαγος δίχως όνομα, όπου δεν σαλεύει τίποτα. Εξαίφνης βλέπω στον ορίζοντα μια βαρκούλα. Έτσι ξαφνικά εισέρχεται κι η ψυχή σε ένα ένδον πέλαγος, «όπου δεν υπάρχει άνθρωπος ή άλλο πλάσμα, ούτε καν αντικείμενο κανένα μεγάλο ή μικρό», κι είναι σε τέτοια γαλήνια νερά που γίνομαι ένα με κάτι «πέρα από τα λόγια». [1] Όποιος έχει ασκηθεί για χρόνια στη «μελέτη θανάτου», όποιος έχει βιώσει ξανά και ξανά τον εκούσιο ή «προαιρετικὸν» θάνατο του νου, αυτός δεν πολυνοιάζεται μην πεθάνει το κορμί για τα καλά.

Ανοησίες. Γραπώνω τον κόσμο με το κορμί κι όχι με το νου, στιγμή δεν θέλω να το αφήσω πίσω. Χαίρομαι που πεθαίνουμε μαζί. Δεν επιθυμώ να γίνω ένα με το Αγαθό, ούτε με κανέναν Θεό, μου αρκούν ένας δυό άνθρωποι της προκοπής για όσο πάει. Δεν σε θέλω άλλο φίλο, Πλάτωνα, κι ούτε έχω χρόνο άλλο για φιλοσοφίες.

Εντιμότερη αντιμετώπιση του θανάτου, καθότι σωματικότερη, είναι ο καρναβαλικός καγχασμός. Ο γελοίος ηθοποιός που βγάζει τη γλώσσα στο θάνατο είναι πιο δραστήριος από τον φιλόσοφο. Ο μεν κάνει μια πιρουέτα στο κενό, ο δε μια πιρούετα στα λόγια.

Δεν ζηλεύω ούτε τον καρνάβαλο, ωστόσο. Ξέρω πως ο νους κι οι γκριμάτσες κερδίζουν μάχες, αλλά χάνουν τον πόλεμο. Εκτός εάν… εκτός εάν χάνοντας αυτόν τον πόλεμο κερδίζουν έναν άλλον. Ίσως ο μεγάλος εχθρός να μην είναι ο θάνατος, αλλά ένας άλλος.

 

***

 

«Τα χτυπήματα της ζωής», συνηθίζουμε να λέμε. Πεθαίνουμε σε άμυνα σαν το βλέφαρο που σφαλίζει μπρος στο χτύπημα. Μα το χτύπημα δεν είναι του θανάτου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Στα οστά, κι η ελάχιστη συνοχή της ανθρώπινης μορφής πάει περίπατο. Ο σκελετός σημαίνει ακόμη ένα όλον. Έχει σχήμα οικείο, ομιχλώδες μεν, αλλά άρτιο με κάποιον τρόπο. Τα οστά ανάκατα είναι πράγμα πρωτόγνωρο.

Μες στα χύμα οστά και τ’ άγνωστα κρύβεται η ακρίβεια των πραγμάτων. Όταν λέμε: «O Κώστας κατήντησε σωστό ερείπιο», ή «τον Κώστα, η Κατερίνα τον άφησε ερείπιο», τότε μιλάμε μεταφορικά, και κρύβουμε την αλήθεια.

Ακριβολογεί όποιος πει πως το ανθρώπινο σώμα δεν τρέπεται σε ερείπιο, αλλά σε χάλασμα άναρχο· δεν αποστεώνεται, παρά θραύεται όπως νάναι.

 

***

 

Μα κι ένσαρκο όταν είναι ένα σώμα, και σαφές, και ξέχωρο από τα άλλα, πάλι δύσκολο να πεις τι είναι το σώμα αυτό. Ο μεγάλος La Mettrie το έπιασε καλά:
L’Homme est une Machine si composée, qu’il est impossible de s’en faire d’abord une idée claire, et conséquemment de la définir. [2]

«Ο άνθρωπος είναι μια μηχανή συναρμολογημένη με τέτοιο τρόπο, ώστε είναι αδύνατον να σχηματίσει κανείς εξαρχής μια ξεκάθαρη εικόνα της, και συνεπώς να την ορίσει».

Ενδιαφέρον, πως αδυνατούμε να ορίσουμε μια μηχανή έστω.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η φύλακας μιλά αργά. Μου παίρνει ώρα να τη δω, κι ακόμη λίγη να καταλάβω πως μου ζητεί να φύγω. Πρόσφατα μου συνέβη το ίδιο πράγμα στην Αθήνα, όταν νόμισα πως είδα μια παλιά αγαπημένη. Μες στη μέση του δρόμου έτρεξα πίσω της, και τη σταμάτησα. Η κοπέλα μου εξήγησε πολύ ανθρώπινα πως δεν ήταν όποια τέλος πάντων νόμιζα πως ήταν. Αλλά εγώ επέμενα να της μιλώ για ένα δυό λεπτά σαν να ήταν κάποια άλλη. Δεν άκουγα τι έλεγε, ούτε που την έβλεπα μες στη θολούρα. Όταν συνήλθα, μαζεύτηκα και ζήτησα συγγνώμη. Τι νόμισα πως βρήκα μες στις κατακόμβες που τόσο πια με γέλασε και χαύνωσα, λες κι είχα ξαναβρεί την αγαπημένη μου στο δρόμο;

 

***

 

Αργά το απόγευμα το Παρίσι είναι ένα έμβρυο σακουλιασμένο μες σε υγρό σκοτάδι. Το οξυγόνο κατεβαίνει με δυσκολία, κι οι εισπνοές του είναι ακανόνιστες. Στο σώμα του βλέπω σφηνωμένες μηχανές και μικρά ή μεγαλύτερα αντικείμενα. Με κάθε εισπνοή ταράζεται η πόλη για λίγα δεύτερα, κι έτσι ψύχεται αιώνες τώρα. Το προσωνύμιο «Η Πόλη του Φωτός» είναι ένας γελοίος ευφημισμός.

 

 

 

 

 ¹ Πλάτων, Φαίδων 67e. Νουμήνιος, Fragm. 2.5-19 Des Places

² J. O. de La Mettrie, L’homme machine/Die Maschine Mensch,
Αμβούργο: Meiner Verlag 1990, σ. 26

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published.