[Λαϊκή Πορεία] της Ζηνοβίας Αντιδώρου

On 28 November, 2019 by admin

[fblike]

 

 

 

 

 

 

 
ὥσπου τέλος
ἀνακαλύπτεις πὼς αὐτὸ τὸ χρηματοκιβώτιο
εἶναι δικό σου, ὁλότελα δικό σου
καὶ μπορεῖς νὰ τ᾿ ἀνοίξεις ἐλεύθερα
καὶ μπορεῖς νὰ χαρίσεις ὅσα θέλεις στοὺς φίλους σου
καὶ μπορεῖς νὰ σκορπίσεις ὅσα θέλεις στὸν ἄνεμο
μὲ κείνη τὴ χαρὰ ποὺ δίνει τὸ ἀνεξάντλητο
μὲ κείνη τὴ χειρονομία μιᾶς ἄσκοπης λεβεντιᾶς κι᾿ ἀσωτείας
ποὺ εἶναι, ἴσως, ἡ μόνη ἀληθινὴ σκοπιμότητα.
 
Γιάννης Ρίτσος,
Η Γέφυρα
 
 
 
 
 
Τον ρώτησαν αν το πιο ανθεκτικό υλικό για μια γέφυρα είναι η πέτρα ή το μπετόν. Απάντησε ότι εξαρτάται από τις πιέσεις, τις δονήσεις, τα μποφόρ των ανέμων της περιοχής, τα βήματα των γιγάντων που συνηθίζουν να τη διασχίζουν. Καθόταν όλοι από κάτω. Έσταζε αρχαίες στάλες η γέφυρα. Κρατούσε από το μεσαίωνα, τότε που τη διέσχιζαν λογιών-λογιών καλοφαγάδες, μισομεθυσμένοι ιερωμένοι και μοναχοί, γελαδάρηδες, εργάτες της γης, δούκες και δούκισσες με τα κρινολίνα και τις πουδραρισμένες περούκες τους.
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Ενώ η αρχαία υγρασία μούσκευε την αδιάβροχη φορεσιά τους, αυτοί χαιρότανε πίνοντας ζεστή σούπα, απολάμβαναν την αδιάσπαστη ενότητα με το παρελθόν, με όλους εκείνους τους παλιούς κλειδοκράτορες, τις επαρχιώτισσες πυργοδέσποινες και τους πιστούς υπηρέτες τους (ή έτσι νόμιζαν). Σπάνια υπήρξαν γενναιόδωροι, δεν είχαν στην κατοχή τους παρά ένα μικρό δουκάτο, αλλά καιρός ήταν να ανακαλύψουμε όλοι το κλειδί της γενναιοδωρίας, το κρυμμένο στη σκαλιστή κόχη κάτω από τη μεγάλη αψίδα. Ένα ασχημομούρικο πέτρινο γκαργκόιλ φύλαγε ως κόρην οφθαλμού το μπρούτζινο  μικρό κάτι που, αφότου γυρίσει τρεις φορές στην κλειδαριά, ανοίγει διάπλατα τον κόσμο της γνώσης, του πλούτου, της ετυμηγορίας.
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Σ’αυτό τον θαυμαστό γενναίο κόσμο μάθαμε όλοι, καθώς μας τύλιγε στις φλόγες του, πως η πέτρα, το μπετόν, οι σιδερένιες σκαλωσιές ή τα υλικά νέας τεχνολογίας δεν κάνουν τη διαφορά. Η καρδιά μένει πάντα να χτυπάει από σάρκα και αίμα ως αφόρητη διαχρονία που έλκεται από καλοσύνη αγνώστου ποιότητας. Δεν κατείχαμε ίχνος από την ουσιαστική αξία της παράνομα διαιωνισμένης ζωής μας. Χαθήκαμε εκεί, κάτω από τη γέφυρα, ανταλλάζοντας ανερυθρίαστα άσκοπες πληροφορίες για περασμένες στιγμές. Λαμπαδιάζαμε μη νιώθοντας ίχνος πόνου. Φραγμένοι οι πόροι, νεκρωμένα τα νεύρα, ανίκανοι για στοργή ή ενσυναίσθηση, ανάλγητα όντα προ πολλού.Κανείς δεν ήρθε να μας σώσει. Σκέψου, δε φωνάξαμε καν «βοήθεια».
 
 
 
 
 
artworks : Roger Guetta
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published.