[Μιχαήλ Τσακουντή,ο βασιλιάς πεθαίνει;] της Μαρίας Γιαγιάννου

On 17 December, 2013 by admin

[fblike]

 

 

 

«Στο στάδιο στοματικής οργάνωσης της libido,
 η ερωτική κυριαρχία πάνω στο αντικείμενο
 συμπίπτει ακόμα με την εκμηδένισή του.»
 Σ. Φρόιντ
 
 
Ο βασιλιάς της Αιγύπτου εμφανίζεται στον λαό του κρατώντας ένα μαγικό αντικείμενο. Σε κάθε του εμφάνιση οι υπήκοοι παραληρούν από δέος. Το αντικείμενο που τον συνοδεύει είναι το διακριτικό του σήμα˙ μια υπενθύμιση ότι ο βασιλιάς είναι μαγικός. Κάτι είναι σάπιο όμως στο βασίλειο της Δανιμαρκίας. Χρειαζόταν πάντα ένας καλός μεταφραστής των ανθρωπίνων για να αποκτήσουμε εικόνα της περίπλοκης κι αμαρτωλής σχέσης βασιλιά και υπηκόου. Ο Μιχαήλ Τσακουντής μάς δίνει την εικόνα αυτή σε πολλές παραλλαγές. Όλες στέκονται βουβές γύρω από τον κεντρικό άξονα, όλες κουβαλούν τον άξονα μέσα τους. Τα πορτραίτα του Μιχαήλ Τσακουντή είναι τα πρόσωπα των υπηκόων του βασιλιά που παίζουν με τα μαγικά του αντικείμενα, όσο εκείνος δεν είναι εδώ. Πού είναι ο βασιλιάς είναι ένα θέμα που θα εξετάσουμε στην πορεία. Προς το παρόν ας δούμε τη θέση των υπηκόων.
 
Όλοι αυτοί οι ιππότες του σκότους, που εκτίθενται έτσι ανεπανόρθωτα, ποιοι είναι; Ένα σωρό τριανταπεντάρηδες αστοί σε funnygames, προφανώς καθόλου funny. Ή μήπως, ανεξαρτήτως τάξης, είναι απλώς σκέτα κωλόπαιδα; Με την έννοια του ελαφρόμυαλου ρεμαλιού που μεταμφιέζεται σε ναζί, σε βασιλιά, σε παπά, σε κλόουν, σε άρρωστο μόνο και μόνο για να «παίξει». Ή μήπως τους παρεξηγήσαμε και δεν είναι κωλόπαιδα; Πρόκειται άραγε για σιωπηρούς επαναστάτες, με τον τρόπο που είναι επαναστάτης ο Τρελός στα έργα του Σαίξπηρ; Ο ίδιος ο ρόλος του Γελωτοποιού τού δίνει το προκάλυμμα να είναι προβοκάτορας χωρίς κανένας να τον κατηγορήσει. Όποια κι αν είναι η απάντηση, η γκαλερί γίνεται μια θεατρική σκηνή δωματίου όπου έχει μπουκάρει ένας λόχος βλοσυρών γελωτοποιών άγνωστης προέλευσης, οι οποίοι δεν έχουν κανέναν σκοπό να μιλήσουν παρά μόνο με τα μάτια και με το στόμα των εμβλημάτων τους.
 
 
 
 
 
 
 
 
Επιτύμβιες Σπονδές
 
Πάντοτε οι πίνακες του Τσακουντή, έτσι όπως σε περιβάλλουν, σε κάνουν αργά ή γρήγορα να αναρωτηθείς τι στο καλό θέλουν από εσένα. Φτάνει μια στιγμή που οι απαιτήσεις τους γίνονται δικό σου πρόβλημα. Οι απεικονιζόμενοι είναι τόσο σίγουροι μέσα στην αδυναμία τους (και αντιστρόφως), τόσο ενοχλητικοί στη μετωπική τους στάση, ώστε είτε θα το σκάσεις είτε θα τους αντιμετωπίσεις. Πώς όμως να τους αντιμετωπίσεις, όταν δεν βλέπεις το πρόσωπό τους; Απρόσωπα τα πρόσωπα εδώ, όπως απρόσωπη και η εξουσία.
 
Σε κατευνάζει λίγο η ιδέα ότι απέναντί σου έχεις μια ζωγραφική εκδοχή των λάγνων αγοριών του Ζενέ, όμως αυτή τη φορά δεν σε χαϊδολογούν (μόνο), αλλά σε σέρνουν σε επιτύμβιες σπονδές. Ερωτικά αντικείμενα όλοι τους, παραπλεύρως αν όχι επί του τύμβου, υπόκεινται στην αδέσμευτη ηθική κάποιου ηδονιστή που κουρελιάζει τη σοβαροφάνεια της στολής τους. Γιατί, μήπως το πορτραίτο του ωχρού βασιλιά με το υποταγμένο βλέμμα και το άβολο στέμμα είναι το πορτραίτο ενός ισχυρού υποκειμένου; Δύσκολα. Σε άλλον πίνακα, το πηλήκιο του θανάτου με τη νεκροκεφαλή δεν αποκλείεται να εκσφενδονιστεί στην τουαλέτα μόλις τα ηδονικά χείλη αφεθούν σε ερωτικά παιχνίδια. Μήπως ο Θάνατος (ως μάσκα) στο πρόσωπο εκείνης της νοσηρής Κόρης έχει τη δύναμη να αναστείλει τον ερωτισμό; Κάθε άλλο. Ο καλλιτέχνης κάνει τον άρρωστο με την μάσκα οξυγόνου να μοιάζει με χειρουργό και κατά συνέπεια αρρωσταίνει το ίδιο το αρχέτυπο του χειρουργού. Επίσης, βάζει τον Θάνατο και την Κόρη σε ένα και μοναδικό υβριδικό κορμί. Διότι στην ίδια εικόνα ο πάσχων και ο θεράπων (ο ανίσχυρος και ο ισχυρός) εναλλάσσονται καθώς προβάλλονται πάνω στο ίδιο πρόσωπο.
 
Ο Τσακουντής έχει δώσει σε όλες τις μορφές του συμβολική δύναμη, την οποία όμως ταυτόχρονα απαξιώνει. Υποβαθμίζει τα πρόσωπά του ακριβώς μέσα από την πράξη της αναβάθμισης. Και φυσικά, σε ένα μαζοχιστικό πλαίσιο από την δική τους σκοπιά, τα αναβαθμίζει επειδή τα υποβαθμίζει. Απαξιωμένοι αξιωματούχοι, με το αξίωμά τους αδειασμένο, όπου το σύμβολο της ισχύος τους – το μαγικό τους αντικείμενο – γίνεται ένα άθυρμα στη βούληση κάποιας ανώτερης ή κατώτερης δύναμης. Και (ελέω των λαδιών του ζωγράφου) το δρεπάνι γίνεται περικεφαλαία Μίκυ Μάους. Ένα sextoy: αυτό κι αν είναι μαγικό αντικείμενο εξουσίας.
 
Το χρίσμα του θανάτου λοιπόν έχει δοθεί σχεδόν σε όλους τους «ήρωες» και έχει διώξει την τρυφερή τσαρουχική επίδραση που καθοδηγεί ως έναν βαθμό τη ζωγραφική του Τσακουντή, προκρίνοντας τώρα μια σκληρότητα τύπου Μπέικον που διαστρέφει τα πρόσωπα και τα αδειάζει. Όλα τα πρόσωπα διατηρούν την ιδιαίτερη εμφάνισή τους, η φυσιογνωμία του καθενός μαρτυρά διαφορετικό χαρακτήρα (ένας φυσιογνωμιστής, εγκληματολόγος κατά προτίμηση, θα είχε να κάνει ένα σωρό παρατηρήσεις), ενώ όλοι τελικά έχουν κάτι κοινό: είναι στρατιώτες που κυκλοφορούν με δανεισμένη ταυτότητα.
 
 
 
 
 
 
 
 
Πάγος και πετρέλαιο
 
Μετά από την έκθεση Spleenκαι τους Provocateursτου, ο Μιχαήλ Τσακουντής κάνει ένα τολμηρό βήμα ξεπερνώντας τον εαυτό του˙ πράγμα δύσκολο, λόγω της κατακτημένης του τεχνικής. Στη «νέα τάξη» του ο ζωγράφος αγριεύει και προτείνει μια σειρά δραματικών πορτραίτων που παγώνουν στον μουσαμά το φαινόμενο της βίας. Η βία αποτυπώνεται παγερή στο πρόσωπο αυτών των περίπου είκοσι στρατιωτών. Αναρωτιόμαστε αν εξωραΐζεται κιόλας από την ιδιαίτερη ομορφιά των μοντέλων. Επιτρέπεται η βία να παρουσιάζεται ως ωραία; Αυτό το ηθικής τάξεως ερώτημα φυσικά δεν θα εξεταστεί εδώ. Πάντως, στον κόσμο της τέχνης (κόσμο ανάλογο της ζωής) η βία μπορεί να περάσει μέσα από την ομορφιά και να είναι εξίσου βίαιη. Η δε ομορφιά δεν πιστεύουμε ότι εξωραΐζει τη βία˙ διατηρεί το «περιεχόμενό» της αγκαθωτό και την όψη της βελούδινη.
 
Ο καλλιτέχνης διαχειρίζεται τον χώρο δίνοντας σαφή προτεραιότητα στη θέση του προσώπου. Το περιβάλλον είναι μαύρο, σκούρο πορφυρό ή γκρίζο και υπάρχει μόνο για να αναδύεται μέσα από το βαθύ του σκοτάδι το τιμώμενο πρόσωπο. Οι προσωπογραφίες είναι στην πλειονότητά τους en face με το σώμα να σταματά άλλοτε στο μπούστο και άλλοτε πάνω από το υπογάστριο. Μια στρατιά από νωπές μορφές (που πιστεύω ότι αγαπούν τον Καραβάτζιο), υπακούουν στους δικούς τους εξπρεσιονιστικούς κανόνες του κιαροσκούρο και προβάλλουν φωτισμένες σ’ έναν καμβά που συχνά μοιάζει με κηλίδα πετρελαίου.
 
Οι φωτοσκιάσεις στο δέρμα των προσώπων και των σωμάτων προκαλούν την εντύπωση της ρευστότητας. Το δέρμα τους είναι σαν το νερό καθώς γίνεται πάγος. Ο καλλιτέχνης προβαίνει σε περαιτέρω προσωποκράτηση, επιλέγοντας να κλείσει τις φιγούρες του πίσω από τζάμι. Σε άλλα πορτραίτα επιτρέπει την αναπνοή, σε άλλα όχι. Η απόσταση διπλασιάζεται, ο πάγος σκληραίνει. Οι φωνές δεν ακούγονται.
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Mute: μια νέα τάξη σαδισμού
 
Μέσα σ’ αυτή την πλήρη ζωγραφική πραγματεία του Μιχαήλ Τσακουντή για το παραδοσιακό θέμα της σχέσης κυρίαρχου και υποταγμένου, υπάρχει μία εμφανής λεπτομέρεια που σπρώχνει την έκθεση στην αρένα της ψυχανάλυσης. Ένας ικανός αριθμός των πορτραίτων (περίπου εφτά) έχουν «πειραγμένο» στόμα. Η περιοχή του στόματος είναι εμποδισμένη είτε με περιγραφικούς τρόπους (φίμωτρο, αντιασφυξιογόνος μάσκα, μάσκα οξυγόνου, μπάρα σεξουαλικού αξεσουάρ, τσιγάρο) είτε με εξπρεσιονιστικές αφαιρέσεις και συμβολιστικές αναπαραστάσεις (πρόσωπα-κρανία με σκελετωμένο στόμα, μουτζουρωμένο μακιγιάζ στο στόμα του κλόουν και κυρίως το ανεξήγητα καταργημένο στόμα που δεν μαρτυρά καν ότι εκεί υπήρξε ποτέ τρύπα.)
 
Τα πρόσωπα είναι βουβά, όμως εδώ συναντάμε μια σιωπή που δεν συνάδει με την ελευθερία, αλλά με τη σκλαβιά. Η σιωπή τους δεν είναι pause, είναι mute. Δεν είναι αυτόβουλη παύση, είναι μη-ομιλία. Η ιδιαιτερότητα της μη-ομιλίας τους είναι ότι μοιάζουν να την έχουν επιλέξει κι ωστόσο αυτό το γεγονός δεν αρκεί για να την κάνει ελεύθερη πράξη. Κατά κάποιον τρόπο πραγματώνεται ζωγραφικά η άποψη που εκφράζει ο Ετιέν ντε λα Μποεσί, στην «Πραγματεία περί εθελοδουλείας», ότι ο άνθρωπος δεν χάνει την ελευθερία του, κερδίζει τη σκλαβιά του. Ο καλλιτέχνης εδώ μας εκθέτει την κατάσταση που ονομάζει “neworder”, μια νέα τάξη… αλλά τίνος πράγματος; Μια νέα τάξη ελεύθερης σκλαβιάς; Μια νέα τάξη άρθρωσης (και εξάρθρωσης) του λόγου; Μια νέα κοινωνική (ή πολιτική) τάξη που μας απειλεί;
 
Για τον Φρόιντ το πρώτο στάδιο της σεξουαλικότητας είναι το στοματικό ή αλλιώς κανιβαλικό. Την άποψη αναπτύσσει αργότερα ο K.Abraham και η M. Klein. Για τον Άμπραχαμ, το στοματικό στάδιο (στην δεύτερη υποδιαίρεσή του) χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση δοντιών και τούτο θεωρείται το σαδιστικό μέρος του στοματικού σταδίου. Για την Μέλανι Κλάιν ο στοματικός σαδισμός είναι το ύψιστο σημείο του παιδικού σαδισμού. Ας δούμε τι σημαίνουν όλα αυτά σε σχέση με τους φιμωμένους άνδρες του Τσακουντή. Καθώς αποφασίζουν να φιμωθούν, προκαλούν δύο συνέπειες. Πρώτον˙ δεν μιλάνε και δεύτερον˙ δεν δαγκώνουν. Ή μήπως είναι ένα και το αυτό; Δεν μιλάνε, άρα δεν δαγκώνουν. Το μεγαλύτερο δόντι είναι η γλώσσα και αυτό είναι απενεργοποιημένο. Το δηλητήριο, ακόμα κι αν εκκρίνεται, καταπίνεται από τον κάτοχο του δοντιού με το κλεισμένο στόμα. Ο σαδισμός του στοματικού σταδίου αποτρέπεται από τον σαδισμό της απαγόρευσης.
 
«- Δεν είναι λίγο μαζοχιστικό; – Είναι λίγο… Για την ακρίβεια δεν είναι μαζοχιστικό, είναι σαδιστικό από την ανάποδη», όπως γράφει μια γνωστή μου. Ο μαζοχισμός των θυμάτων που υποδέχονται την απαγόρευση της ομιλίας είναι όμως ταυτόχρονα και μια απαλλαγή από την ευθύνη της επιλογής, από την ευθύνη του λόγου, της αντίδρασης και της απόφα(ν)σης. Αποτρέπεται μεν ο παιδικός σαδισμός, αλλά ανοίγεται χώρος στην παιδική ανευθυνότητα, σε μια (προ-σαδιστική ίσως;) απαλλαγή από την λήψη αποφάσεων. Είναι μια επιστροφή στην παιδική αμεριμνησία. Αυτά τα μεγάλα παιδιά που σιωπούν έχοντας επιλέξει το φίμωτρο, θέλουν να απαλλαγούν από την ενήλικη ευθύνη. Σε αυτό το πλαίσιο η αποτροπή του σαδισμού της γλώσσας, είναι σχεδόν συνώνυμη με την λειτουργία της εθελοδουλείας.
 
Κλείνω το στόμα μου για να μην είμαι υποχρεωμένος να μιλήσω. Ποζάρω σαν βασιλιάς, γιατί κατά βάθος πολύ μου αρέσει να «παίζω» – και μόνο να παίζω τον βασιλιά – όχι να είμαι εκείνος. Και το αντίστροφο έχει ενδιαφέρον: όταν ποζάρω σαν δούλος προσπαθώ στην ουσία να είμαι κύριος του εαυτού μου, «παίζω» τον δούλο και εφόσον είναι δική μου επιλογή, κανένας άλλος δεν μπορεί να μου την επιβάλει. Εδώ ο μαζοχισμός είναι μια αντίστροφη εξουσία.
 
Όλοι το παίζουν εναλλάξ δυνατοί και θύματα. Θέλουν να μπορούν να κάνουν τα πάντα χωρίς να πάρουν την ευθύνη για τίποτα, σ’ αυτό τον τρομερό συνδυασμό Θεού και (Θείου) Βρέφους. Στην πραγματικότητα πρόκειται για τα παιδιά της γειτονιάς – ορίστε ο άνεργος που παίζει στοίχημα στο προπατζίδικο, ο περιπτεράς που βλέπει τηλεόραση, το στέλεχος που πηγαίνει στο γραφείο, ο χίπστερ που τσεκάρει το κινητό του, ο αιώνιος φοιτητής της ιατρικής, ο γόης του σχολείου που έγινε πορτιέρης, ο ηθοποιός που δουλεύει σερβιτόρος, ο έμπορος που στέκεται στην πόρτα, ο επιχειρηματίας που ανοίγει την εφημερίδα, ο ποιητής που κάτι σημειώνει˙ ωραίοι καθημερινοί νέοι που κάποιος διορατικός τύπος τους σταμάτησε στον δρόμο, τους χτένισε αλλιώς, τους έντυσε αλλιώς, έκανε την ατομικότητά τους συλλογική και τους ζωγράφισε εις βάθος.
 
 
 
 
 
 
 
 
Ο μονόφθαλμος
 
Ο διορατικός αυτός τύπος βρίσκεται κι αυτός ανάμεσα στα έργα του Μιχαήλ Τσακουντή! Αφού ασχοληθήκαμε με το στόμα, ώρα να ασχοληθούμε και με τον οφθαλμό. Αν υπάρχει μία φιγούρα στην έκθεση η οποία δείχνει υπεύθυνη των πράξεών της – και των πράξεων των άλλων – είναι, κατά τη γνώμη μας, το πορτραίτο που έχει το ένα μάτι του (κατά κάποιον τρόπο) κλειστό. Το πορτραίτο του άνδρα με το μονόκλ μάς φέρνει στο μυαλό τον λύκο που κρύβεται ανάμεσα στα πρόβατα. Όντως είναι και αυτός παραταγμένος στην ίδια στάση με όλους κι όμως υπάρχει αυτή η λεπτομέρεια που μας δίνει τροφή για σκέψη.
 
Με την αυθαιρεσία εκείνου που αποπειράται να «ερμηνεύσει» το έργο κάποιου άλλου, εικάζουμε ότι ο κρυμμένος βασιλιάς, ο σημαδεμένος ρήγας στην τράπουλα, είναι εκείνος που έχει το ένα του μάτι τονισμένο και δεν είναι άλλος από τον άνδρα με το μονόκλ. Η όραση υπογραμμίζεται και στην περίπτωση του ξυρισμένου κεφαλιού με την καλύπτρα στο μάτι και στην περίπτωση του ιερέα, αλλά εκεί έχουμε σαφή αναίρεση της όρασης. Με το μονόκλ συμβαίνει κάτι διαφορετικό.
 
Είναι τυχαίο άραγε ότι εδώ η όραση είναι τονισμένη με ένα γυαλί οράσεως; Είναι ένα γυαλί θαμπό, ίσως και ραγισμένο˙φλερτάρει δηλαδή με την τυφλότητα. Κι όμως δεν μπορεί παρά να είναι μια μετωνυμία της όρασης. Ο μόνος ισχυρός στη στρατιά του Τσακουντή είναι εκείνος που διαθέτει το εργαλείο της όρασης. Ίσως μάλιστα να είναι εκείνος που φράζει το στόμα όσων θέλησαν να φιμωθούν. Ίσως και να απελευθερώνει την όρασή τους φράζοντας την ομιλία τους. Είναι εκ μέρους του μια πράξη εξουσιαστική ή αντιθέτως απελευθερωτική; Δεν προβλέπεται έξοδος από αυτό το δίλημμα. Η αυτοπροσωπογραφία του καλλιτέχνη μας απαντά με ένα μειδίαμα.
 
Οι ιππότες/υπήκοοι/βασιλιάδες/κωλόπαιδα/νεοέλληνες του Μιχαήλ Τσακουντή δεν είναι τυφλοί, όμως εθελοτυφλούν. Κι αυτό το επιβεβαιώνει η επιλογή τους να μην μιλήσουν. Δεν αρθρώνουν ό,τι βλέπουν, άρα ποτέ δεν θα μάθουμε αν το κατέχουν. Ό,τι βλέπουν πάντως σίγουρα τους κατέχει. Τους κατέχει μια εποχή παρακμής, συμβολικής και πραγματικής, θεσμικής, κυβερνητικής, φυλετικής, κοινωνικής, οικονομικής, αισθητικής βίας. Ο καλλιτέχνης υπογραμμίζει υπαινικτικά με το προσωπικό ύφος του που ανοίγεται σε ένα ευρύτερο αισθητικό όραμα, μέσα από την δική του μοναδική γοτθίζουσα όσο και άχρονη ατμόσφαιρα, ότι όλοι εναλλασσόμαστε στον ρόλο του θύτη και του θύματος, ότι κουβαλάμε τη βία μέσα μας, ότι δεν μπορούμε να αποδράσουμε από τη λίμπιντο, ότι δεν είναι ο κόσμος χωρισμένος στις παρατάξεις του Καλού και του Κακού αλλά η ίδια η ψυχή του κάθε ανθρώπου.
 
Φυσικά καθόλου δεν αποκλείεται όλη η προσπάθεια απόδοσης νοήματος να είναι άσκοπη. Ο καλλιτέχνης βρίσκεται σε μια περιοχή μακριά από ηθικοπλαστικά μηνύματα˙ εκεί επιτρέπεται η ηδονή χωρίς ενοχή. Εμείς δεν το βλέπουμε, γιατί είμαστε φοβισμένοι και λυσσασμένοι για λύσεις. Κι έτσι, στους τυφλούς ο μονόφθαλμος βασιλεύει.
 
 
 
 
Πληροφορίες για την έκθεση
 
«NewOrder – Μιχαήλ Τσακουντής»
στην TitaniumYiayiannosGallery
(Βασ.Κων/νου 44)
 
Εγκαίνια: Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου, 8.00 μ.μ.
Διάρκεια: έως Σάββατο 11 Ιανουαρίου
 
Ώρες λειτουργίας:
Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή 18.00 – 22.00,
Σάββατο-Κυριακή  11.00-15:00
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Leave a Reply

Your email address will not be published.