[Όλα εύκολα και όλα όμοια;] του Σωτήρη Παστάκα

On 28 May, 2013 by admin

[fblike]

 

 

 

Στο αγωνιώδες ερώτημα “τι να διαβάσω;” που απευθύνουμε συχνά προς εαυτόν και προς τρίτους, ο “Μετέωρος Άνθρωπος” του Σολ Μπέλοου, απαντάει: περισσότερα από όσα μπορείς. Ο ίδιος αγοράζει περισσότερα βιβλία από όσα μπορεί να διαβάσει, θεωρώντας ό,τι με αυτόν τον τρόπο βάζει κάποια υποθήκη στο χρόνο. Τα βιβλία που περιμένουν διακριτικά στα ράφια της βιβλιοθήκης τη δική του ματιά, την υπέρτατη στιγμή που εκείνος θα τα αγγίξει, τον προστατεύουν από όλες τις κακοτοπιές του μέλλοντος. Του προσφέρουν την απατηλή αλλά μη ευκαταφρόνητη σιγουριά πως εφ’ όσον θα έχω κάτι να διαβάζω, δεν πρόκειται να μου συμβεί τίποτα το κακό.
Αγοράζοντας λοιπόν, βιβλία με ένα ρυθμό που δεν προλαβαίνει να τα καταναλώσει, πιστεύει πως με τα βιβλία που παραμένουν αδιάβαστα, επιτυγχάνει μία πίστωση χρόνου. Ο χρόνος ανοίγεται πλέον μπροστά του, ασφαλής κι ακίνδυνος σαν ένας διάδρομος, που αμβλύνει το θόρυβο του κόσμου, αφού και τις δύο του πλευρές καλύπτουν πελώρια ράφια βιβλιοθήκης.
 
 
 
 
 
 
 
 
Η Λουντμίλα, αυτή η καθαρή αναγνώστρια του Ίταλο Καλβίνο στο “…Αν μια νύχτα του Χειμώνα ένας ταξιδιώτης”, καταβροχθίζει το ένα βιβλίο μετά το άλλο, αδιαφορώντας πλήρως να αποδώσει κάποια αισθητική εκτίμηση στα όσα διαβάζει. Μας προσφέρεται λοιπόν, ως το ιδανικότερο μοντέλο του σύγχρονου αναγνώστη, ο οποίος απέχοντας έτη φωτός από το φετιχισμό του βιβλιόφιλου (που αγαπάει το βιβλίο απλώς και μόνον ως αντικείμενο) και από τη νοοτροπία του συλλέκτη (που επιτελεί ένα έργο τακτοποίησης της προσωπικής του ζωής και νοιώθει άμεσα την υπεροψία της υστεροφημίας του), αγοράζει τα βιβλία του από το περίπτερο ή το σούπερ-μάρκετ της γειτονιάς του, τα διαβάζει όρθιος πολλές φορές στο αστικό ή κρυφά στις ώρες του γραφείου και τα εγκαταλείπει έπειτα ως φιάλες μίας χρήσεως σε ανύποπτα μέρη, όπως κατατρύχεται ο ευκοίλιος από την άμεση ικανοποίηση της “προσωπικής του ανάγκης”.
“Τι να διαβάσω;”
Στην εύκολη εποχή μας, ένα δύσκολο ερώτημα όπως αυτό, βρίσκει τις απλούστερες απαντήσεις. Περιοδικά, εφημερίδες και έντυπα ποικίλης ύλης προτείνουν καθημερινά, πέρα από οποιαδήποτε κριτική και αισθητική αποτίμηση, καταλόγους βιβλίων για όλα τα γούστα. Βιβλία που τα διακρίνει μόλις το ένα από το άλλο, ο τυπικός τους διαχωρισμός σε “λογοτεχνία”, “αστυνομικά”, “ποίηση” και “παιδικά”, από τη στιγμή που όλα ανεξαιρέτως μοιάζουν παιδικά, γιατί είναι όλα εύκολης ανάγνωσης και τελικά όλα όμοια. Τι νόημα έχει πλέον ο υποτυπώδης διαχωρισμός τους σε είδη;
 
 
 
 
 
 
 
Ο Τζόρτζιο Καλκάνιο μας επισημαίνει σε ένα άρθρο του, στην εφημερίδα “LaStampa“, το όνομα του RudolfFlesch, ο οποίος πέθανε πρόσφατα και αποτελούσε ήδη, εδώ και είκοσι χρόνια, το απωθημένο σκιάχτρο για όσους πιστεύουν ακόμη στο γραπτό λόγο. Μας πληροφορεί λοιπόν, πως ο Φλες είναι ο γλωσσολόγος που σε ένα διάσημο βιβλίο, “Η τέχνη της ευανάγνωστης γραφής”, υπολόγισε το δείκτη αναγνωσιμότητας του κάθε συγγραφέα. Σύμφωνα με τις αναλύσεις του, ένα κείμενο διαβάζεται τόσο πιο εύκολα όσο λιγότερες είναι οι λέξεις που απαρτίζουν μια πρόταση και όσο μικρότερος είναι ο αριθμός των συλλαβών της κάθε μιας λέξεως. Το παράδοξο είναι, σημειώνει ο Καλκάνιο, πως το δόγμα του Φλες δεν το ενστερνίσθηκαν οι πολιτικοί ή οι πανεπιστημιακοί, που στο κάτω-κάτω έχουν την υποχρέωση να γίνονται κατανοητοί από τους ψηφοφόρους τους ή τους μαθητές, αλλά για μεγάλη μας συμφορά, εκείνοι που φαίνεται να το ακολούθησαν πιστά είναι οι συγγραφείς. Οι συγγραφείς, γνωρίζοντας τον ελάχιστο χρόνο που τους απομένει να διεκδικήσουν από τον αναγνώστη όταν αυτός σβήσει το βίντεο, έχουν θυσιάσει τα πάντα προς τιμήν του ώστε να του προσφέρουν μια εύκολη ανάγνωση και πρέπει να πούμε ότι το έχουν καταφέρει θαυμάσια.
 
 
 
 
 
 
 
Μήπως όμως έχουμε υπερεκτιμήσει το αξίωμα της εύκολης ανάγνωσης, διερωτάται ο Καλκάνιο. Μήπως η γραπτή σελίδα θα έπρεπε να αναχαιτίζει τον αναγνώστη αντί να του παρέχει την ελευθερία να ξεχαστεί; Μήπως η γλώσσα του συγγραφέα θα έπρεπε να ήταν μια παράβαση προς την κοινή γλώσσα και όχι η οκνηρή της υπηρέτρια;
Μπορεί το αναγνωστικό της πρώτης δημοτικού να εξυπηρετεί απόλυτα τις ανάγκες της εύκολης ανάγνωσης, αλλά ας μας επιτραπεί να διαβάζουμε ακόμη και κάτι πιο προχωρημένο. Κάτι που να ορθώνεται μπροστά μας κατακόρυφα, θα έλεγα, και απαιτεί την κοπιώδη αναρρίχησή μας. Κάτι που μπορεί να είναι τα δίχως τέλος βιβλία της Λουντμίλας ή απλώς μια ελπίδα να επιτύχουμε μια πίστωση χρόνου, ή έστω κάτι που να χρειάζεται, όπως δηλώνει και ο τίτλος αυτής της επιφυλλίδος, “πολλαπλές αναγνώσεις” επιτέλους.

 

 

artworks : Gewll
 
 
 
 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published.