Χίλιες φορές ουτοπικός παρά πραγματιστής

On 17 February, 2013 by admin

[fblike]

 

 

Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος και η «Πιο κρυφή πληγή» στην κυριακάτικη συνέντευξη της «Bibliotheque». Ο γνωστός συγγραφέας απαντάει στις ερωτήσεις με ειλικρίνεια και πάθος. Υποστηρίζει τις απόψεις του και αιτιολογεί γιατί το τελευταίο του βιβλίο, είναι το πιο πολιτικό από όλα του τα έργα. Κάνει βουτιά στην ιστορία, μάχεται με τους δαίμονες του εμφυλίου, βαπτίζεται στα νάματα της μνήμης και αναδύεται ένας σύγχρονος, προβληματισμένος συνομιλητής με τους συγκαιρινούς του.

Στο τελευταίο σας βιβλίο, «Η πιο κρυφή πληγή» διαπραγματεύεστε μια ερωτική ιστορία στο ιστορικό φόντο της μεταπολεμικής Ελλάδας. Πόσο σας έχει επηρεάσει η σύγχρονη ιστορία της χώρας και πως το ερμηνεύετε προσωπικά;

― Στην «Πιο κρυφή πληγή» αφηγούμαι μια σύγχρονη ερωτική ιστορία, που ξεκινάει από τη Μεταπολίτευση και φτάνει ως τους Αγανακτισμένους. Επιμένω στο «σύγχρονη», γιατί το μυθιστόρημά μου δεν είναι ιστορικό, παρά την άμεση σχέση του με τα Δεκεμβριανά του ’44.

Πρόκειται απλώς για το πιο πολιτικοποιημένο γραπτό μου. Και επειδή η σύγχρονη πολιτική είναι ισχνή, με τον ατομικισμό να κάνει θραύση και με το συλλογικό να υπολειτουργεί όντας εν υπνώσει (το μοναδικό πρόσφατο παράδειγμα αφύπνισής του, καλώς ή κακώς, παραμένουν οι Αγανακτισμένοι), κατέφυγα στο παρελθόν, προκειμένου να φωτίσω το παρόν και το μέλλον.

Κατά τα άλλα, επηρεασμένοι από τη σύγχρονη Ιστορία είμαστε όλοι μας, ακόμη και λογοτέχνες που φαινομενικά αδιαφορούν γι’ αυτήν. Πολύ περισσότερο στην Ελλάδα, όπου σαν να είμαστε φυλακισμένοι στην Ιστορία. Προσωπικά, έχω συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι δεν μου αρκεί η μυθοπλασία. Κάποτε εκφράζομαι εξίσου καλά με βιβλία κοινωνικής παρέμβασης, όπως το «Ακούει ο Σημίτης Μητροπάνο;»

Ή και με μυθιστορήματα όπως «Η πιο κρυφή πληγή», που η αιχμή της πολιτικής της στράτευσης θυμίζει προκήρυξη ή μπροσούρα. Με τη μόνη διαφορά ότι εδώ η συστράτευση δεν γίνεται με τον έναν από τους δύο δημίους, αλλά με την ουδετερότητα. Εκεί όπου, αντί για την καρικατούρα του φανατικού, αναφαίνεται ολόκληρος ο άνθρωπος, σε όλη του την αθλιότητα και τη δόξα.

 

 

Οι ήρωες του βιβλίου σας βιώνουν την εφηβεία τους, αρχικά, και στη συνέχεια τη νεότητα και την ωριμότητα, υπό τη σκιά γεγονότων που άφησαν ανεξίτηλα ίχνη και ανεπούλωτες πληγές στην ελληνική κοινωνία. Πιστεύετε ότι, κάποτε, αυτή η ιστορία θα λήξει και πως; . Υπάρχει αναλογία της εποχής που σα σκιά πέφτει πάνω από το βιβλίο σας, τα Δεκεμβριανά του 1944 και στη σημερινή εποχή και ποια είναι αυτή;

― Δυστυχώς, η Ιστορία κάνει κύκλους, και οι ανεπούλωτες πληγές ξανανοίγουν με το γύρισμα του καιρού. Όσοι πίστευαν ότι η μεταπολιτευτική πλημμυρίδα των υλικών αγαθών θα επιδρούσε ιαματικά, διαψεύστηκαν. Το κράτος και οι εισαγόμενοι από το εξωτερικό θεσμοί μας δυσλειτουργούν, η κοινωνική αδικία βοά και η αναξιοκρατία θριαμβεύει, ενώ ο κομματικά άστεγος δεν έχει πού την κεφαλήν κλίναι. Η οικονομική κρίση επιδεινώνει όλες αυτές τις παθογένειες, που οι ρίζες τους βρίσκονται βεβαίως στον τελευταίο εμφύλιο.

Παρά τις εξόφθαλμες διαφορές μας με τη μακρινή εκείνη εποχή, το φάντασμα του εμφυλίου επανεμφανίζεται κάθε λίγο και λιγάκι στο προσκήνιο, σαν μπαμπούλας. Η κυβέρνηση παραλληλίζεται με την κυβέρνηση των δοσίλογων της Κατοχής, η σημερινή Γερμανία με το Γ΄ Ράιχ, και η Χρυσή Αυγή με τους Χίτες ή με τα Τάγματα Ασφαλείας.

Εν ολίγοις, ο συσχετισμός με τον εμφύλιο, ή με το πρελούδιό του που υπήρξαν τα Δεκεμβριανά του ’44, δεν αποτελεί δική μου επινόηση, είναι κάτι που συζητιέται ευρέως. Και δυστυχώς, οι πληγές που δεν επουλώθηκαν σε συνθήκες ευημερίας, τώρα με την κρίση ξανανοίγουν και απειλούν να κακοφορμίσουν. Μακάρι να μη χυθεί αίμα, αλλά κάτι τέτοιο φαίνεται όλο και πιο αναπόφευκτο, όλο και πιο κοντινό.

Και το αδιέξοδο φαίνεται πλήρες, ή αλλιώς μυρίζει μπαρούτι ο αέρας, επειδή η πολιτική και η κοινωνική ελίτ της χώρας αδιαφορούν σήμερα για το γεγονός ότι ο λαός συνθλίβεται. Αλλά και επειδή μιλάμε για έναν λαό, που οι ίδιες αυτές ελίτ, τον οδήγησαν σε κατάσταση εξαχρείωσης, μέσα από την καταναλωτική μανία και την πλασματική ευδαιμονία των τελευταίων χρόνων.

Είχα ετοιμάσει ένα σημείωμα-υστερόγραφο για το βιβλίο, που έμεινε τελικά αδημοσίευτο, όπου μεταξύ άλλων έγραφα παραλληλίζοντας τις δύο εποχές:

«Τον δωδέκατο μήνα του ’44, διακυβεύτηκε κάτι παγκόσμιο σ’ αυτή τη μικρή γωνιά του πλανήτη. Ουσιαστικά παίχτηκε η πρεμιέρα του Ψυχρού Πολέμου. Το ίδιο συμβαίνει και με την πρόσφατη οικονομική κρίση. Γι’ άλλη μια φορά, η Ελλάδα προβιβάζεται σε διεθνές πειραματόζωο. Το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα επιχειρεί να εξαθλιώσει έναν ατίθασο και μαζί εξαχρειωμένο από τον καταναλωτισμό λαό, και κανείς δεν ξέρει τι μέλλει γεννέσθαι».

Μεταχειρίζεστε με σεβασμό το ιστορικό υλικό που εντάσσεται στη μυθοπλασία σας. Την ίδια στιγμή όμως, ο αναγνώστης διαβάζει την άποψη της μιας πλευράς. Η άλλη πλευρά γιατί δεν ακούγεται;

― «Η πιο κρυφή πληγή» χωρίζεται ουσιαστικά σε τρία μέρη. Στο πρώτο, έχουμε ένα είδος εφηβικών απομνημονευμάτων που τοποθετούνται στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, και η αφήγηση εστιάζεται στο Περιστέρι. Πρόκειται όχι μόνο για τον γενέθλιο τόπο του αφηγητή και της αγαπημένης του, αλλά και για μια συνοικία βαμμένη κόκκινη, όπου στα Δεκεμβριανά του ’44 διαπράχθηκαν απίστευτες βαρβαρότητες. Ειδικά στις πρώτες σελίδες, ο αφηγητής δίνει έμφαση στη συλλογικότητα, σ’ αυτό το Εμείς της λαϊκής συνοικίας.

Στο δεύτερο μέρος, όπου παρακολουθούμε τη θεατρική διασκευή ενός έργου που εκτυλίσσεται στον εμφύλιο, το Εμείς είναι και πάλι παρόν, μέσω της Ιστορίας. Και τέλος, φτάνουμε στο τρίτο μέρος, που τοποθετείται στο εδώ-και-τώρα. Τη φορά αυτή, την ισχνή παρουσία του συλλογικού καλούνται να υποκαταστήσουν δύο πράγματα. Αφενός τα αποσπάσματα από δημοσιογραφικά κείμενα της ηρωΐδας μου, και αφετέρου οι συγκεντρώσεις των Αγανακτισμένων (άλλοτε ως σκηνικό που περιβάλλει οι ήρωες μου κι άλλοτε υπό μορφήν γραπτής μαρτυρίας από τις συγκρούσεις των διαδηλωτών με την αστυνομία).

Εφόσον πρόκειται για μυθιστόρημα και όχι για ιστορικό εγχειρίδιο, όφειλα να παραμείνω πιστός και συνεπής στην οπτική γωνία του ήρωά μου, ο οποίος είναι γέννημα θρέμμα αυτής της συνοικίας κι αυτού του κόσμου, αυτού του Εμείς. Ωστόσο, αν και μιλάμε για έναν οπαδό της Αριστεράς, ακηδεμόνευτο όπως λέει κι ο ίδιος, θα ήταν άδικο να τον θεωρήσουμε προκατειλημμένο. Αγωνίζεται να δώσει φωνή και στις δυο πλευρές (βλέπε τα κεφάλαια με τις αντικρουόμενες απόψεις, «Πτωματολογία» και «Ο αντίλογος»). Και κάποια στιγμή, θα φτάσει στο σημείο να δηλώσει τα εξής, που μόνο μονόπλευρα δεν είναι και που στην πραγματικότητα απηχούν απόψεις του Ηλία Πετρόπουλου:

«Να, γιατί απέτυχε ο κομμουνισμός! Να, πού έκανε το λάθος ο Μαρξ! Να, γιατί αποτυγχάνουν όλες οι επαναστάσεις… Να, γιατί ήταν μια τυφλή, άσκοπη κι αδιέξοδη σφαγή τα Δεκεμβριανά! Είμαστε, φυσικά, υπέρ των καταπιεσμένων, όσον καιρό καταπιέζονται κι είναι Από Κάτω. Όσον καιρό αδικούνται. Τι γίνεται, όμως, όταν ξεσηκωθούν και πάρουν τα όπλα; Πού πάει, τότε, το δικό τους φωτοστέφανο; Γιατί ο λαός είναι ταυτόχρονα καλός και κακός, ήρωας και δειλός, αγνός και τιποτένιος, αξιοθαύμαστος και αξιολύπητος. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια. Ο μαρξισμός τον εξιδανίκευσε και τον εξύψωσε, γεννώντας γύρω του μια μυθολογία, και αποδίδοντάς του απόλυτες ιδιότητες, που κανένας θνητός δεν διαθέτει. Στο βάθος, το όνειρο του κάθε οικοδόμου, του κάθε περιπτερά, του κάθε χειρώνακτα και του κάθε μεροκαματιάρη, είναι να γίνει αφεντικό των συναδέλφων του! Με τέτοιες πρώτες ύλες, σύντροφοι και συντρόφισσες, έγιναν… με τέτοιες πρώτες ύλες γίνονται πάντοτε… τα Δεκεμβριανά».

 

 

Συγγραφέας ή ιστοριοδίφης; Ποια τα σημεία σύγκλισης, ποιοι οι κίνδυνοι, ποιο το κέρδος και για τον ίδιο τον συγγραφέα, αλλά και για τον αναγνώστη;

― Πραγματικά, με την «Πιο κρυφή πληγή» λειτούργησα σε μεγάλο βαθμό ως ιστοριοδίφης. Συνήθως, η μυθοπλασία μου δεν βασίζεται σε πραγματολογικό υλικό. Νιώθω πολύ πιο άνετα όταν κινούμαι στο πεδίο της ακραιφνούς μυθοπλασίας, όπου και ανυπομονώ, μετά την «Πιο κρυφή πληγή», να επιστρέψω. Όμως, ως γνωστόν, δεν επιλέγουμε τα θέματά μας. Αντίθετα, εν πολλοίς, είναι εκείνα που μας επιλέγουν.

Το κυριότερο σημείο σύγκλισης ανάμεσα στη λογοτεχνία και στην ιστοριογραφία, δεν μπορεί παρά να είναι η αφήγηση μιας ιστορίας. Φυσικά, έχουν και ριζικές διαφορές: η πρώτη μιλάει εξ ονόματος ατομικών περιπτώσεων, η δεύτερη εκφράζει συλλογικότητες. Γι’ αυτό και η πρώτη αποκαλύπτει όψεις της πραγματικότητας, που η ιστοριογραφία είναι ανίκανη να διακρίνει. Εφόσον, όσο κι αν ανήκεις σε μια συλλογικότητα, στο υπαρξιακό επίπεδο δεν παύεις να είσαι ένα πρόσωπο.

Κίνδυνοι υπάρχουν όταν προβαίνει κανείς στην ανάμειξη της λογοτεχνίας με οποιοδήποτε πραγματολογικό υλικό – το τελευταίο μπορεί να αποξηράνει ένα λογοτεχνικό κείμενο, να το αποστραγγίξει από χυμούς ζωής. Όμως, και η καθαρόαιμη λογοτεχνία μπορεί να χαθεί στα νέφη της αφαίρεσης ή να μετατραπεί σε στείρα ομφαλοσκόπηση. Όλα εξαρτώνται από το χειρισμό τους, όλα νομιμοποιούνται στην πράξη.

Εν προκειμένω, θέλοντας να αποφύγω ανάλογους κινδύνους, προσπάθησα να ξεχάσω όσα είχα μελετήσει πριν αρχίσω να γράφω. Ή μάλλον, προσπάθησα να τα αφήσω να έρχονται στη μνήμη μου άναρχα κι ελεύθερα, να αναδύονται συνειρμικά, έτσι όπως έγραφα. Προσπάθησα να μιμηθώ τον τρόπο με τον οποίο μιλάει ένας επαΐων, ένας γνώστης της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου. Αλλά όχι κάποιος που ετοιμάζεται να δώσει μια διάλεξη, δηλαδή ένας συγκροτημένος και ξεκαθαρισμένος ως προς τους σκοπούς του ομιλητής.

Επιχείρησα να υποδυθώ έναν άνθρωπο που οι γνώσεις του δεν ήταν μόνο δανεικές από βιβλιοθήκες, αλλά και γεννημένες από την έμμονη ιδέα μιας ζωής· προσπάθησα να χρησιμοποιήσω ένα άκαμπτο υλικό σαν να ήταν κάτι ρευστό· πάλεψα να τετραγωνίσω τον κύκλο. Με άλλα λόγια, έκανα ό,τι κάνει συνήθως κανείς στις δημιουργικές δουλειές.

Στο μυθιστόρημά σας «εισχωρούν» κείμενα από ντοκουμέντα της εποχής. Το βιβλίο, άλλωστε, ολόκληρο, μοιάζει με ταινία τεκμηρίωσης (ντοκιμαντέρ). Αυτού του είδους η γραφή είναι κάτι καινούριο για εσάς. Πώς προέκυψε; Είστε ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα;

― Στη γλώσσα μας, η λέξη «μυθιστόρημα» δηλώνει ευκρινώς ότι περιέχει και μύθο και Ιστορία, και επινόηση και πραγματικότητα. Και ειδικά στην εποχή μας, στην Εποχή της Πληροφορίας, το μυθιστόρημα ενσωματώνει σε μεγάλο βαθμό πραγματολογικά στοιχεία: από φιλοσοφικό και ιστορικό υλικό, μέχρι αμιγώς επιστημονικό (βλέπε, μαθηματικά).

Στην «Πιο κρυφή πληγή» έπρεπε να διαχειριστώ ένα ποικίλο υλικό, σχετικό με τα Δεκεμβριανά του ’44 και με τους Αγανακτισμένους, που το αποτελούσαν από λογοτεχνικά έργα και γραπτές μαρτυρίες μέχρι φωτογραφίες. Επίσης, είχα προς ενσωμάτωση χωρία από θεατρικά έργα, αφού ο ήρωάς μου τυγχάνει ηθοποιός, αλλά και αποσπάματα από δημοσιογραφικά γραπτά, αφού η αγαπημένη του τυγχάνει δημοσιογράφος.

Το σχεδόν υβριδικό αποτέλεσμα που προέκυψε, παραμένει μυθιστόρημα φυσικά, παρά την καλειδοσκοπική μορφή του. Και η βασικότερη συνέπεια της εν λόγω μορφής πάνω στο περιεχόμενο, είναι ότι με υποχρέωσε σε μια πιο ψύχραιμη διαχείριση του θέματος. Η αποσπασματικότητα του υλικού και οι συνεχείς διακοπές στην αφηγηματική ροή ευνοούν την αποστασιοποίηση και υπονομεύουν την παντοκρατορία του συναισθήματος, το οποίο καραδοκεί σχεδόν παντού, όταν ασχολείσαι με ένα τόσο ζέον και φορτισμένο ψυχικά θέμα όσο ο εμφύλιος.

 

 

Καθοριστική και χαρακτηριστική είναι μια φωτογραφία, που διατρέχει σα κόκκινο νήμα όλο το βιβλίο. Λόγος και εικόνα λοιπόν, ποια η σχέση τους, ποιες οι αντιθέσεις τους;

― Αν σκεφτεί κανείς ότι έχω αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου στο λόγο και στις λέξεις, η πρόκριση μιας φωτογραφίας-ντοκουμέντο, δηλαδή μιας εικόνας, στην «Πιο κρυφή πληγή», δεν είναι τυχαία. Κατ’ αρχάς, ειδοποιεί με τον πιο άμεσο και χαρακτηριστικό τρόπο ότι η επινόηση σ’ αυτό το γραπτό έχει υποχωρήσει προς όφελος του ντοκουμέντου, και άρα της πραγματικότητας. Υποδηλώνει, με άλλα λόγια, την αδιάψευστη παρουσία της Ιστορίας μες στο συγκεκριμένο γραπτό μου. Και την ίδια στιγμή, επιβεβαιώνει την ευρυχωρία και την αντοχή του μυθιστορήματος ως είδους, που είναι σε θέση να αφομοιώνει όχι μόνο πολλές μορφές λόγου (από την ποίηση και τη μαρτυρία ώς το θέατρο), αλλά ακόμη και αυτούσιες εικόνες.

Η τελευταία καινοτομία νομίζω ότι ανήκει στον μοντερνισμό, και στη χώρα μας την υλοποίησε ο Σαμαράκης, κατορθώνοντας μάλιστα να την απευθύνει στο ευρύ κοινό, όταν περιέλαβε τη φωτογραφία της ταυτότητάς του στο «Λάθος». Όσο για μένα, δεν ήταν η πρώτη φορά. Πλαστά αποκόμματα από τον Τύπο, στη «Λούλα» και στον «Μαύρο γάμο», αλλά και στην «Επινόηση της πραγματικότητας», όπου περιέχεται επίσης (όπως και στην περίπτωση του Σαμαράκη) και μια νεανική φωτογραφία μου.

Παρόλο που στο μυθιστόρημα μας, ο πρωταγωνιστής αφηγείται την ιστορία, εν τούτοις, ο προσεκτικός αναγνώστης διακρίνει μια ιδιαίτερη συμπάθεια του συγγραφέα προς άλλους ήρωες. Θα θέλατε να μας μιλήσετε για αυτές σας τις συγγραφικές «παρεκτροπές»;

― Η αλήθεια είναι ότι δεν πολυκαταλαβαίνω ποιους εννοείτε. Φαντάζομαι ότι δεν αναφέρεστε στη Νίκη, που είναι όχι μόνο η λατρεία του αφηγητή, αλλά και το πρόσωπο στο οποίο απευθύνει κατ’ ουσίαν ολόκληρο το μυθιστόρημα, εν είδει επιστολής, προκειμένου να την πείσει να συνδεθούν ερωτικά. Ο θίασος των υπόλοιπων προσώπων ζωντανεύει ανάλογα με τις ανάγκες της αφήγησης, δηλαδή ανάλογα με την εξέλιξη της ιστορίας.

Θα προσέθετα ακόμη ότι τα πρόσωπα φωτίζονται και συστήνονται διεξοδικότερα, ανάλογα με τα αισθήματα που τρέφει απέναντί τους ο αφηγητής. Γι’ αυτό και ο αντίζηλός του, τον οποίο περιφρονεί και μάλλον ζηλεύει βαθύτατα (κι ας ισχυρίζεται το αντίθετο), ο ψευδώνυμος Άβερελ, από τον ομώνυμο ήρωα του «Λούκυ Λουκ», παραμένει σ’ ένα ημίφως ασάφειας και σχηματικότητας. Ως γνωστόν, διακωμωδείς και εξευτελίζεις ευκολότερα έναν χαρακτήρα από κόμικ.

 

 

Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι για ένα συγγραφέα να εργάζεται έχοντας θέσει εκ προοιμίου αυστηρά ιστορικά και ιδεολογικά πλαίσια; Είναι δυνατή η συγγραφική αμεροληψία ή πρόκειται για έναν ακόμη αστικό μύθο;

― Υποθέτω ότι πρέπει να είναι σχεδόν ακατόρθωτο. Βλέπετε, ιδεολογικό πλαίσιο δεν είχα γράφοντας, αλλά μάλλον το ακριβώς αντίθετο. Η λογοτεχνία ανθίζει επάνω και μέσα στις ρωγμές των ιδεολογιών, ανάμεσα στις αντιφάσεις και στις αστοχίες τους. Ή, στην περίπτωση του εμφυλίου, μέσα στους ποταμούς από αίμα που έχυσαν. Θα έλεγα ότι ούτε καν ιστορικό πλαίσιο είχα, με την έννοια ότι διαχειρίστηκα το υλικό μου με τη μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία, αν και καθόλου αυθαίρετα.

Το μυθιστόρημά μου βλάστησε όπως ένα φυτό. Υλικό για τα Δεκεμβριανά του ’44 μάζευα χρόνια, παρακινημένος από τις ζοφερές αφηγήσεις που άκουγα παιδί. Η ιδέα ενός νεανικού έρωτα που ξαναφουντώνει ανάμεσα στους Αγανακτισμένους, ήταν η πρώτη σπίθα. Την εφηβική άνοιξη αυτής της σχέσης, την εμπνεύστηκα από το διήγημα του Τζέιμς Τζόις «Αραβία» (από τη συλλογή του «Δουβλινέζοι»). Εκεί ο ήρωας, για χάρη της αγαπημένης του, επιχειρεί μια επίσκεψη στη φιλανθρωπική αγορά της πόλης, που λέγεται Αραβία. Ο δικός μου ήρωας, και πάλι για χάρη της αγαπημένης του, μαθαίνει τα πάντα σχετικά με τα Δεκεμβριανά του ’44.

Και φυσικά, η ζωή του ήρωά μου αλλάζει από κει και πέρα. Όχι μόνο δένεται μ’ αυτήν την κοπέλα και την ακολουθεί διά βίου σαν πιστό σκυλί, αλλά η ψυχή του ολόκληρη αφιερώνεται στον εμφύλιο και σπαταλάει το χρόνο του προσπαθώντας να διασκευάσει θεατρικά το μυθιστόρημα «Η εξαφάνιση» του Αριστοτέλη Νικολαΐδη, που εκτυλίσσεται στα μαύρα εκείνα χρόνια.

Έμεινα κι εγώ κατάπληκτος, πιθανότατα όσο και ο αναγνώστης μου, παρακολουθώντας τη ζωή αυτού του ανθρώπου να στοιχειώνεται σταδιακά από τα Δεκεμβριανά και τον εμφύλιο. Μέχρι να τον ξαναβρώ ανάμεσα στους Αγανακτισμένους, όπου ήταν πια σε θέση να μιλήσει για το φόβο ενός νέου εμφυλίου. Να μιλήσει με την εγκυρότητα ενός παθιασμένου μελετητή του παλαιού εμφυλίου, τόσο παθιασμένου όσο μόνο ένας ισόβιος έρωτας μπορεί να σε κάνει.

Ο έρωτας διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο και σε αυτό σας το βιβλίο. Συνεπώς η ερώτηση που έρχεται στο νου αβίαστα είναι: Έρωτας και επανάσταση ή ο έρωτας είναι η επανάσταση; Με ποιους όρους, με ποιες προϋποθέσεις, με ποια στόχευση;

― Εκλαμβάνω την επανάσταση ως το ανώτατο στάδιο της πολιτικής. Έρωτας ή πολιτική, λοιπόν; Έτσι τίθεται για μένα το ερώτημα. Και θα έλεγα ότι, σε τελευταία ανάλυση, η πολιτική έχει για προορισμό της αυτό ακριβώς: να δημιουργήσει μια κοινωνία που θα αποτελεί το πρόσφορο, το κατάλληλο έδαφος για να ανθίζει ο έρωτας.

Πρόκειται για ουτοπία, ασφαλώς. Στις μέρες μας, όχι μόνο ως καταφύγιο δεν λειτουργεί για τον έρωτα η πολιτική, αλλά αποδεικνύεται επιπλέον ορκισμένος εχθρός και απηνής διώκτης του. Όμως, όταν η ειρωνεία και ο κυνισμός κοντεύουν να δηλητηριάσουν τον τόπο, χίλιες φορές να είσαι ουτοπικός παρά πραγματιστής.

Για να αλλάξεις μια εφιαλτική κατάσταση όπως η σημερινή, πρέπει προπαντός να διαφυλάξεις το δικαίωμά σου να ονειρεύεσαι, να οραματίζεσαι. Ο Δον Κιχώτης πρέπει να ανέβει ξανά στο βάθρο του. Και ο Σάντσο Πάντσα, που έχει τώρα την εξουσία, να υποβιβαστεί και πάλι σε ιπποκόμο του. Ποτέ άλλοτε οι ζωές μας δεν ήταν τόσο αντίθετες, τόσο ξένες, με το πνεύμα του Θερβάντες.

 

Leave a Reply

Your email address will not be published.