[fblike]
Ολόκληρη η ανθρώπινη ιστορία της αναζήτησης του υπέρτατου όντος βασίζεται στην προσπάθεια εκλογίκευσης του θανάτου, γεγονός που ακόμη και σήμερα, παρά τις όποιες επιστημονικές εξηγήσεις, παραμένει μια ανυπέρβλητη πραγματικότητα με πολυσήμαντες δημιουργικές προεκτάσεις στη μυθολογική σκέψη, επομένως και στην καλλιτεχνική δημιουργία. Η καλλιέργεια της αποδοχής του θανάτου, μέσω της έμπρακτης ακύρωσης του φόβου απέναντί του, ενυπάρχει στο Θεραβάντα Βουδισμό, στο Ζαϊνισμό και στις πρώιμες Ουπανισάδες, θρησκευτικά συστήματα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως αθεϊστικά, μιας και απουσιάζουν οι απεικονίσεις της έσχατης πραγματικότητας, παρόλο που κι εδώ ακόμη υπάρχει η έννοια του ιερού, όπως αυτή εκδηλώνεται μέσα από τη μυστηριώδη διαδικασία της ιεροφάνειας, δηλαδή της πεποίθησης ότι υπάρχει μια άλλη πραγματικότητα, ένας «εντελώς άλλος κόσμος». Αλλά μήπως και εδώ δεν έχουμε μια υπεκφυγή, έστω και χωρίς προσωποποιήσεις, από την αξεπέραστη εικόνα ενός λειψάνου, από τη δυσκολία παραδοχής μιας αδιαπραγμάτευτης απώλειας; Και βέβαια επειδή ο θάνατος είναι η ολοκληρωτική απώλεια, το αντιστάθμισμα θα πρέπει να είναι εξίσου απόλυτο, γι αυτό και η ιστορία των θρησκειών είναι φορτισμένη με την ιδέα του ιερού σύμπαντος, δηλαδή της αιωνιότητας, ενώ απ’ την άλλη παραμένει αναγνωρίσιμη η αδυναμία να υπάρξει λατρευτική εκδήλωση του μη υπάρχοντος. Αν λοιπόν θεωρηθεί ότι το δέος μπροστά στον θάνατο μετατρέπεται σε λατρεία της άρνησής του με την πίστη στην αέναη συνέχεια της ζωής, τότε επικυρώνεται άμεσα η αόριστη αποδοχή της έννοιας της ψυχής. Θα μπορούσαμε λοιπόν να παραφράσουμε τον γνωστό αφορισμό: «ο Θεός είναι νεκρός» σε: «Θεός είναι ο Θάνατος», αφού ουσιαστικά αυτός είναι που αποτελεί αντικείμενο λατρείας, πίσω από τις διάφορες θρησκευτικές μάσκες, παράγωγα της πολιτιστικής εξέλιξης όπου εντάσσεται η συνεχής διαπραγμάτευση με το απόλυτο που ούτε εξηγείται ούτε βέβαια δικαιολογείται.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, οι πολυθεϊστικές ή μονοθεϊστικές αντιλήψεις φτάνουν σε σημείο να παραπέμπουν σε λογοτεχνικές μεταφορές, τουλάχιστον όσον αφορά τις ερμηνείες των ιερών κειμένων και τις αντίστοιχες καλλιτεχνικές εκφάνσεις της πίστης στο υπερφυσικό. Οι προσωποποιήσεις του διαρκώς υπάρχοντος, που στην ουσία δεν είναι τίποτα άλλο από μια εκκοσμίκευση του υπερφυσικού, αποκτούν διαχρονική αξία, υποστηρίζοντας τη θρησκευτική παράδοση, η οποία με τη σειρά της επιβάλλει τα αντίστοιχα αντικείμενα λατρείας, όπως αυτά προβάλλονται μέσα από την τέχνη, τις περισσότερες φορές με τρόπο παρηγορητικό, ώστε να αποφεύγεται η άμεση αναφορά στη μη αναστρέψιμη απώλεια. Επειδή το μη αναστρέψιμο συχνά υποκρύπτει τη μοιραία συγκατάβαση στο μη εξηγήσιμο, καλείται εδώ η φαντασία να ξεπεράσει την πραγματικότητα, σε σημείο μάλιστα που να μένει ανοικτό το ενδεχόμενο της αντικατάστασης της αλήθειας από το ψέμα, μιας αλήθειας που γίνεται παραμορφωτικός καθρέφτης της φοβίας του κενού. Μήπως η σκέψη που επιτάσσει την αιώνια ισχύ των συμβόλων δεν καταλήγει να σημαίνει πίστη σε μια μεταθανάτια ύπαρξη; Και μήπως μια τέτοια ύπαρξη δεν είναι αυτή που δικαιολογεί τη συνέχεια της ζωής, ως απόρροια των αναπότρεπτων προσωπικών επιλογών που καθορίζονται από το πεπρωμένο ή κάποιον ιερό νόμο;
Η ιερότητα ενός συγκεκριμένου χώρου, και συνακόλουθα ενός προσώπου ή αντικειμένου, προκύπτει ως μια σύμβαση με το υπερβατικό, αυτόματα όμως οδηγεί σε απομυθοποίηση του φυσικού ή ανθρωπογενούς περιβάλλοντός του, έτσι που η αδυναμία πρόσληψης του τετελεσμένου, δηλαδή του αδιαμφισβήτητου τέλους, να καταντά μια αφελής δικαιολογία, με τρόπο μάλιστα που να θυσιάζεται η πραγματικότητα στο βωμό της φαντασίας. Καθόλου περίεργο λοιπόν που η ιστορία της ανθρωπότητας βρίθει από εξιδανικεύσεις και διαψεύσεις μιας αλήθειας που δεν επιδέχεται τίποτα από τα δυο. Εξίσου, δεν είναι περίεργο που η μονομερής αυτή αντίληψη του ιερού, αντί να εμπνέει τον καθολικό σεβασμό, αντίθετα τον καταργεί με το να ενισχύει την πίστη στις δυνάμεις της καταστροφής, υποτίθεται ως φυσικό επακόλουθο μιας μοιραίας συνθήκης που διέπει τη συμπαντική ισορροπία. Αφού κάτι δεν είναι ιερό, μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να εκλείψει!
Τέτοιες πλάνες επικαλούνται όσοι εκβιάζουν τη ζωή και συγχρόνως αποτίουν φόρο τιμής στον θεό τους, τον θάνατο. Ομολογουμένως, ο σεβασμός στη ζωή οφείλει να είναι απόλυτος σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης και κοινωνικής πραγμάτωσης, όμως έως τώρα δε μπορεί να νοηθεί ξέχωρα από τη θρησκευτικότητα, παρά μόνο μέσα στα στενά πλαίσια των προσωπικών εκτιμήσεων. Οι «προσωπικές μυθολογίες» του σύγχρονου ανθρώπου, όνειρα και φαντασιώσεις, λειτουργούν σαν αντίβαρο στις υπαρξιακές κρίσεις του, όμως δεν επιλύουν το ζήτημα της ένταξής του στον κόσμο, γιατί βιώνονται αποσπασματικά. Από την άλλη, οι θρησκείες έχουν σταθεί ως τώρα ανίκανες να μεταδώσουν τον καθολικό σεβασμό, όσο και αν οι εκπρόσωποί τους διακηρύσσουν πως αυτός είναι εφικτός, αρκεί οι πιστοί να δείξουν εμπιστοσύνη σε ένα συγκεκριμένο δόγμα. Και βέβαια το άμεσο επακόλουθο για τους πιστούς είναι να δεσμευθούν στο δόγμα, ξεχνώντας την πρωταρχική αξία του σεβασμού.
Μετά από όλα αυτά, ίσως δεν είναι ασταθής ο συλλογισμός πως η λατρεία της τελικής απώλειας, δηλαδή του θανάτου, ταυτίζεται, μέσα από τη μεγαλειώδη αντίφαση της συμβολικής αναίρεσής του, με την προσδοκία μιας μελλοντικής ζωής.
artworks : Nicola Bealing
Η βιβλιοθήκη μας άλλοτε περιλαμβάνει
όλα τα βιβλία που έχουμε διαβάσει,
μαζί κι εκείνα που έχουν διαβάσει οι φίλοι μας,
και άλλοτε δεν είναι παρά δυο στίχοι
που θυμόμαστε απ’ έξω όταν συναντιόμαστε
στον δρόμο και στα στέκια που διαλέγουμε.
Άλλοτε είναι ένα σπίτι ασφυκτικά γεμάτο με βιβλία
– στα ράφια και στα κομοδίνα, σε τραπεζάκια και σε ντουλάπια –
και άλλοτε ένα σακίδιο που δεν έχει μέσα τίποτε άλλο
εκτός απ’ τον Δον Κιχώτη του Θερβάντες
και τον Συμβιβασμό του Καζάν.
Αποφασίσαμε λοιπόν
να μοιραστούμε τις περιπέτειες
που ζούμε ανάμεσα σε τυπωμένες
και – κυρίως – σε ατύπωτες σελίδες.
Σας προσκαλούμε σε ένα διαρκές αναλόγιο
μια ατέλειωτη συζητήση
να μιλήσουμε όλοι μαζί, εδώ στο bibliothèque:
Για τα βιβλία που διαβάζουμε και για τα βιβλία που μας έχουν σημαδέψει,
για όλα τα βιβλία για τα οποία θέλουμε να πούμε δυο κουβέντες.
Και σαν να μην ήταν αυτό αρκετό,να γράφουμε και τα δικά μας.
Ποιήματα, ιστορίες, δοκίμια, αφορισμούς,
σχόλια και εντυπώσεις, οτιδήποτε γεννιέται από την επαφή μας
με τον κόσμο γύρω μας και με τον κόσμο μέσα μας ή,
καμιά φορά, και λόγω της έλλειψης οποιασδήποτε τέτοιας επαφής.
Είμαστε λίγοι. Αλλά έχουμε διαρκώς την πόρτα μας ανοιχτή,
για να μπαίνει και να βγαίνει όποιος θέλει.
Όποιος έχει ένα δικό του βιβλίο, ένα δικό του κείμενο,
να φέρει στη βιβλιοθήκη μας κι όποιος ζητάει να πιάσει ένα
από τα δικά μας στα χέρια του.
Είμαστε εξαρτημένοι.
Από τις λέξεις,
τους ήχους,
τις εικόνες
(τις μυρωδιές).
Και ποτέ δεν χορταίνουμε.
Είμαστε aliens.
Είμαστε εκτός πραγματικότητας.
Νομίζουμε πως όλα αυτά δεν αφορούν μόνο εμάς.